Το «σοκ και δέος» του Μπάιντεν απέναντι στον Πούτιν (γράφημα)
Στις 26 Φεβρουαρίου του 2022, λίγες μόλις ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το γραφείο του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, ήταν γεμάτο με άυπνους εργαζομένους. Φορώντας τζιν και τσαλακωμένα πουκάμισα τα οποία δεν ταιριάζουν με το «dress code» του Λευκού Οίκου και «οπλισμένοι» με καφέ και πίτσα, όλοι περίμεναν τη συνομιλία του Σάλιβαν με τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Το κύριο ερώτημα όλων ήταν «πώς μπορούμε να σταματήσουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία;».
Η «οικονομική πυρηνική βόμβα»
Οι ΗΠΑ προειδοποιούσαν για την πιθανότητα της εισβολής αυτής πολλές εβδομάδες πριν τα ρωσικά στρατεύματα παραβιάσουν τα ουκρανικά σύνορα. Η ομάδα του Σάλιβαν είχε δημιουργήσει ένα πλάνο το οποίο συμπεριλάμβανε το «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων ύψους $300 δισ. της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας. Ήλπιζαν πως η κίνηση αυτή θα προκαλούσε «σοκ και δέος» στον Πούτιν και θα σταματούσε, ή θα επιβράδυνε την εισβολή.
Οι οικονομικές κυρώσεις αυτές οι οποίες τότε θεωρούνταν ισοδύναμες με μία «οικονομική πυρηνική βόμβα», ανακοινώθηκαν το απόγευμα της 26ης Φεβρουαρίου του 2022. Τις επόμενες ημέρες, η ισοτιμία του ρουβλίου κατέγραψε ιστορική πτώση, οι τιμές των προϊόντων στη χώρα εκτινάχθηκαν στα ύψη, ενώ οι Ρώσοι πολίτες έσπευσαν στις τράπεζες σε ένα «πυρετώδες» bank run. Ορισμένοι από τους εργαζομένους του Λευκού Οίκου πίστευαν πως αντέδρασαν υπερβολικά. Δεν ήθελαν να διαλύσουν εξ ολοκλήρου τη ρωσική οικονομία, δεδομένης της πιθανής «μετάδοσης» της κρίσης τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων
Ένα χρόνο μετά, είναι ξεκάθαρο πως η «οικονομική πυρηνική βόμβα» αυτή όχι μόνο δεν ήταν αρκετή, αλλά συνοδεύτηκε από πληθώρα νέων κυρώσεων . Ο πόλεμος, παρ’ όλα αυτά, συνεχίζεται και πολλοί, πια, αναρωτιούνται όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του κύριου μοχλού γεωπολιτικής πίεσης του διπλωματικού «οπλοστασίου» των ΗΠΑ.
«Η αντίδραση της Δύσης ήταν, μεν, πολύ πιο δυναμική απ’ όσο αναμενόταν, αλλά ακόμα δυναμικότερη αποδείχθηκε και η σθεναρότητα της οικονομίας της Ρωσίας», τόνισε ο καθηγητής του πανεπιστημίου Cornell και συγγραφέας βιβλίου για την χρήση των διεθνών οικονομικών κυρώσεων, Νίκολας Μάλντερ.
Η οικονομία της Ρωσίας συρρικνώθηκε πολύ λιγότερο από το αναμενόμενο, ενώ οι αναλυτές προβλέπουν επιστροφή σε θετικά πρόσημα το 2023. Αν και η χώρα έχει χάσει την πρόσβαση σε πολλές αγορές στις οποίες εξήγαγε πλήθος προϊόντων, έχει ανακαλύψει εναλλακτικές. Σύμφωνα με τον Μάλντερ, «οι κυρώσεις δεν επιδρούν τόσο στο σκεπτικό του Κρεμλίνου όσο ανέμεναν οι υποστηρικτές της επιβολής τους. Πρόκειται, πια, για τη δημιουργία ενός οικονομικού πολέμου φθοράς».
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, συνεχίζουν να επιβάλλουν νέες κυρώσεις. Ο Λευκός Οίκος πρόσφατα ανακοίνωσε νέα μέτρα τα οποία θα στοχοποιήσουν τις ρωσικές τράπεζες και τις ρωσικές εταιρείες κατασκευής οπλισμού και τεχνολογίας. Το ερώτημα, όμως, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών παραμένει αναπάντητο, ιδιαίτερα δεδομένης της αργής, αλλά σχετικά σταθερής προέλασης των ρωσικών στρατευμάτων στην ανατολική Ουκρανία.
Σύμφωνα με την αναπληρωτή επικεφαλής οικονομολόγο του Institute of International Finance, Ελίνα Ριμπάκοβα, «η ρωσική οικονομία δεν έχει πεθάνει. Όπως έχουν τα πράγματα, οι κυρώσεις της Δύσης δε θα είναι αρκετές».
Οι μακροχρόνιες κυρώσεις εναντίον άλλων «παριών» της διεθνούς κοινότητας όπως η Κούβα και η Βενεζουέλα έχουν, μεν, εξασθενήσει τις οικονομίες τους αλλά δεν έχουν οδηγήσει σε αλλαγή καθεστώτων ή πολιτικής. Η επιβολή αλλαγών αυτή σε μία χώρα όπως η Ρωσία η οποία έχει ικανούς τεχνοκράτες, διεθνείς σχέσεις με τεράστιες οικονομίες όπως αυτές της Κίνας και της Ινδίας και πληθώρα αγαθών τα οποία θεωρούνται ως κρίσιμα για την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, είναι ακόμα δυσκολότερη.
Η Δύση έχει ήδη εξαιρέσει την εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου μέσω αγωγών από τις κυρώσεις. Παράλληλα, η Ρωσία έχει ανακαλύψει εναλλακτικούς προορισμούς για την εύρυθμη συνέχεια του διεθνούς εμπορίου της στην Ασία, επιλέγοντας τις συμμάχους Ινδία και Κίνα οι οποίες απέχουν από τις κυρώσεις των Δυτικών παρά τις διπλωματικές πιέσεις.
Πολλοί Αμερικανοί ειδικοί τονίζουν πως οι κυρώσεις συνεχίζουν και υπονομεύουν τη βάση της ρωσικής οικονομίας ενώ αποδυναμώνουν την πολεμική της μηχανή. Παρουσιάζουν, παράλληλα, ένα διετές σενάριο βάσει του οποίου θα ασκήσουν διπλωματική πίεση στις χώρες οι οποίες «παίζουν» και στα δύο στρατόπεδα.
Οι συνεργάτες του Σάλιβαν υποστηρίζουν πως οι κυρώσεις θα πιάσουν τόπο, ενώ υπογραμμίζουν πως ο Πούτιν θα αναγκαστεί να σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία έτσι ώστε να παραμείνει στον προεδρικό του θώκο.
Περαιτέρω έκπληξη έχει προκαλέσει και η αντίσταση των Ουκρανών. Ο πόλεμος ο οποίος πολλοί ανέμεναν πως θα τελείωνε σε τρεις μόλις ημέρες, συνεχίζεται ακατάπαυστα. Επιπροσθέτως, πολλές πολυεθνικές αποφάσισαν την απόσυρσή τους από τη ρωσική αγορά, ως αντίποινα για την εισβολή. Μέχρι τώρα, χιλιάδες επιχειρήσεις της Δύσης έχουν διακόψει οποιεσδήποτε εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Ενεργειακή και διπλωματική κρίση
Το μεγαλύτερο πρόβλημα το οποίο δημιουργήθηκε, όμως, ήταν αυτό της ενεργειακής κρίσης που προκλήθηκε, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Οι σύμβουλοι του Μπάιντεν ανησυχούσαν, αρχικά, πως το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο θα διέλυε τη ρωσική παραγωγή και θα έστελνε την τιμή του Brent στα ύψη, επιδεινώνοντας το πρόβλημα του πληθωρισμού. Το πλαφόν στο πετρέλαιο κατέληξε, μετά από διαβουλεύσεις, στα $60/βαρέλι. Αν και υπάρχουν αρχικές ενδείξεις οι οποίες υποδεικνύουν πως το πλαφόν έχει περιορίσει τα έσοδα της Ρωσίας, αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν πως η πραγματική αποτελεσματικότητα του μέτρου δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη.
Τα στελέχη του Λευκού Οίκου έχουν ξεκινήσει, πλέον, τις προσπάθειες άσκησης διπλωματικών πιέσεων προς τις αναποφάσιστες χώρες οι οποίες συνεχίζουν την ουδετερότητά τους και συνεργάζονται με τη Ρωσία. Με επισκέψεις προς την Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά και την Κίνα, οι διπλωμάτες του Προέδρου Μπάιντεν προσπαθούν να πείσουν τους επιχειρηματίες των κρατών αυτών να διακόψουν οποιεσδήποτε εμπορικές σχέσεις με της Ρωσία.
Σύμφωνα με το στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, Ελίζαμπεθ Ρόζενμπεργκ, «αν και οι κυβερνήσεις καλούνται να παίξουν ένα γενικότερο παιχνίδι γεωπολιτικών ισορροπιών, το θέμα της συνεργασίας ή μή των εκάστοτε εταιρειών είναι ξεκάθαρο. Πρέπει να βοηθήσουμε τις εταιρείες αυτές να λάβουν τις αποφάσεις που θέλουμε».
Παράλληλα, οι αμερικανικές αρχές τονίζουν πως η Ρωσία αυξάνει την εξάρτησή της από τον κινεζικό τεχνολογικό τομέα στον οποίο βασίζεται για τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία. Οι διπλωματικοί κύκλοι της Ουάσινγκτον, πια, προσπαθούν να αποτελέσουν εμπόδιο στη συνεργασία αυτή αλλά, όπως όλα δείχνουν, δεν θα το καταφέρουν.
Τα στρατόπεδα
Η γενικότερη, εχθρική στάση του Πεκίνου προς την Ουάσινγκτον σημαίνει πως οι Αμερικανοί δεν έχουν «δέλεαρ» με το οποίο μπορούν να προσεγγίσουν την κινεζική κυβέρνηση. Η κύρια γεωπολιτική και οικονομική αντίπαλος των ΗΠΑ βρίσκεται κι αυτή υπό αμερικανικές κυρώσεις, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται λόγω των κινεζικών βλέψεων για την Ταϊβάν.
Αν και το «θερμόμετρο» στην περιοχή έχει μειωθεί τους τελευταίους μήνες, πολλές από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον νησί έχουν ήδη δημιουργήσει σενάρια εκτάκτου ανάγκης σε περίπτωση κινεζικής εισβολής.
Παράλληλα αισθητή είναι και η δημιουργία ενός νέου, αντίπαλου γεωπολιτικού στρατοπέδου εναντίον των Δυτικών μέσω της Σινορωσικής συνεργασίας, το οποίο έχει διχάσει τον πλανήτη και απειλεί την παγκοσμιοποίηση.
Η στρατηγική των κυρώσεων των ΗΠΑ δεν μπορεί να επηρεάσει ένα τόσο σημαντικό και ισχυρό στρατόπεδο το οποίο, εν τέλει, δε χρειάζεται να βασιστεί στην παντοδυναμία της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.
Σύμφωνα με το πρώην στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών της Γαλλίας, Αγάθη Ντεμαρέ, οι ΗΠΑ έχασαν τη διπλωματική τους επιρροή. Χώρες όπως Ιράν, Κούβα, Συρία, Μιανμάρ, Βόρεια Κορέα και Βενεζουέλα, όπως και η Ρωσία και η Κίνα έχουν «συνηθίσει στις κυρώσεις αυτές και τις θεωρούν πια ως κάτι το δεδομένο. Είναι της άποψης πως το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να προσαρμοστούν στις κυρώσεις αυτές και να βρουν εμπορικές εναλλακτικές».
Τέλος, όπως υπογραμμίζει ο Μάλντερ, δεδομένης της αλλαγής αυτής των παγκόσμιων ισορροπιών, «οι κυρώσεις δεν θα παίξουν τόσο μεγάλο ρόλο όσο πιστεύουν μερικοί στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η χρησιμότητά τους ως διπλωματικό όπλο έχει, πια, περιοριστεί».
Διαβάστε ακόμη:
Η Ομόνοια αλλάζει: Το νέο μεγάλο επενδυτικό στοίχημα γύρω από την πλατεία (pics)
Τζέιμς Ντάισον (Dyson): «Η αποτυχία είναι το κλειδί για την επιτυχία»
Θεμιστοκλής Σάρδης: «Για τους τεχνολογικούς κολοσσούς η ναυτιλία είναι μικρή αγορά»
ΠΗΓΗ NEWMONEY