ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σε κατάσταση απόγνωσης έχουν περιέλθει το τελευταίο 9μηνο χιλιάδες δανειολήπτες, οι οποίοι – εάν όχι σε μηνιαία βάση τουλάχιστον σε κάθε συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – επιβαρύνονται με επιπλέον «καπέλο» στις δόσεις των δανείων τους, με συνέπεια το κόστος να είναι πλέον δυσβάστακτο.

Πιο αναλυτικά, την προσεχή Πέμπτη – και εφόσον δεν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις περί αλλαγής στάσης ελέω Silicon Valley Bank – η κεντρική τράπεζα αναμένεται να ανακοινώσει ακόμη μία αύξηση επιτοκίων, πιθανότατα κατά 50 μονάδες βάσης, όπως, άλλωστε, μαρτυρά και η πορεία του Euribor 3μήνου που βρίσκεται ήδη στο 2,97%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το τελικό επιτόκιο (συν δηλαδή, το περιθώριο – spread – που επιβάλει η τράπεζα) θα διαμορφωθεί στο 5,5%, με τη δόση για ένα δάνειο, ύψους 100.000 ευρώ

15ετίας να διαμορφώνεται στα 823 ευρώ έναντι 672 ευρώ προ των αυξήσεων (+151 ευρώ).
20ετίας στα 695 ευρώ έναντι 536 τον περασμένο Ιούνιο (+159 ευρώ).
30ετίας στα 575 ευρώ έναντι 250 ευρώ (+325 ευρώ).

Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, το κόστος χρήματος θα «αγγίξει» το 4% το αμέσως επόμενο διάστημα. Στην περίπτωση αυτή, με το τελικό κυμαινόμενο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου να διαμορφώνεται στο 6,50%, η δόση για το δάνειο των 100.000 ευρώ με λήξη στη 15ετία ανεβαίνει στα 878 ευρώ (+205 ευρώ από την έναρξη της ανόδου των επιτοκίων), στην 20ετία στα 753 ευρώ (+217 ευρώ) και στην 30ετία στα 640 ευρώ (+390 ευρώ).

Φόβοι για αύξηση NPLs και μείωση της ζήτησης   

«Ο υψηλότερος πληθωρισμός και τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν την ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Εάν αρχίσετε να βλέπετε νοικοκυριά και εταιρείες να αγωνίζονται από αυτή την άποψη, τότε αυτό θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει πρόβλημα για τις τράπεζες. Ως εκ τούτου, ζητάμε από τις τράπεζες να είναι πολύ προσεκτικές σχετικά με αυτό, να εντοπίσουν σημάδια υποβάθμισης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και να παρέμβουν έγκαιρα, προσφέροντας λύσεις στους πελάτες τους». Αυτό τόνισε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism – SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Αντρέα Ενρία, επιβεβαιώνοντας, ουσιαστικά, την αγωνία που υπάρχει στην Ευρώπη, αναφορικά με το ενδεχόμενο της δημιουργίας ενός νέου κύματος «κόκκινων» δανείων. 

Οι ελληνικές τράπεζες δεν φαίνεται – τουλάχιστον προς ώρας – να ανησυχούν, αν και «στρεσάρουν» σε τακτική βάση τα χαρτοφυλάκιά τους και δη, τα στεγαστικά που είναι και τα πλέον ευάλωτα, ενώ υποστηρικτικά προς αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να λειτουργήσει και το νέο πρόγραμμα επιδότησης, το ενδιαφέρον για το οποίο είναι μεγάλο. Ήδη, πάντως, η διοίκηση της Eurobank προέβλεψε εισροές «κόκκινων» δανείων, ύψους 400 εκατ. ευρώ, για το σύνολο του 2023, έναντι 46 εκατ. ευρώ το 2022, γεγονός που καταδεικνύει πως η εφετινή χρονιά θα είναι πιο δύσκολη. 

Την ίδια στιγμή, το μακροοικονομικό περιβάλλον θα μπορούσε να προκαλέσει τριγμούς και στην αγορά στεγαστικών δανείων. Όπως τονίζει η Jefferies σε πρόσφατο report της, η ανάκαμψη των τιμών των κατοικιών στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε κυρίως από τη ζήτηση από το εξωτερικό, χωρίς αυτό να δημιουργεί απαραιτήτως υψηλά επίπεδα ζήτησης στεγαστικών δανείων. «Η επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας και των ευρύτερων δημογραφικών τάσεων, καθώς και τα υψηλότερα επιτόκια, θα ‘χτυπήσουν’ τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια, υποδηλώνοντας υποτονική αύξησή τους, η οποία συμβαδίζει με τις εκτιμήσεις των διοικήσεων των συστημικών τραπεζών», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Το πρώτο δίμηνο του 2023, πάντως, η αγορά κινήθηκε με ρυθμό +26% σε σχέση με το ίδιο περυσινό διάστημα (168 εκατ. ευρώ έναντι 134 εκατ. ευρώ το 2022), με πολλές από τις εκταμιεύσεις, ωστόσο, να αφορούν σε αιτήσεις δανείων, οι οποίες έγιναν τον προηγούμενο χρόνο. «Γενικά, το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο έχει μέσο χρόνο εκταμίευσης έως και τέσσερις μήνες, άρα οι εκταμιεύσεις αφορούν σε παραγωγή προηγούμενων μηνών», τονίζουν υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη, προσθέτοντας πως ο στόχος για το σύνολο του έτους παραμένει στο 1,4 δισ. ευρώ, με συμβολή και από το πρόγραμμα «Σπίτι μου».

Διαβάστε ακόμη

Η μάχη του Μητσοτάκη με το «κοντέρ», τα (γνωστά) σενάρια για (μη) αυτοδυναμία, ο Κόπυ με τον Γεωργάτο για την Αίγλη και οι μαχαιριές με τα μερίσματα

Χρηματιστήριο: Η κατρακύλα, η αύξηση του πολιτικού ρίσκου και τα «μαύρα σύννεφα» από το εξωτερικό

Μεταβιβάσεις ακίνητων: Δύο αγκάθια στην βελτιωμένη διαδικασία έκδοσης βεβαίωσης ΤΑΠ

 

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σκωτσέζικο ντους αρχίζουν να θυμίζουν οι ανακοινώσεις των κεντρικών τραπεζών, καθώς μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα η ρητορική τους πέρασε από το «ζεστό» στο «κρύο» και προϊδεάζουν πλέον για μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων οι οποίες θα πλήξουν την οικονομική δραστηριότητα.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός επιμένει, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ και τελικά, οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες ίσως  αναγκαστούν να οδηγήσουν τα επιτόκια σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο από την εκτίμηση που υπήρχε μερικές εβδομάδες πριν. Για το θέμα υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα στα «γεράκια» και τα «περιστέρια», εκείνους δηλαδή που τάσσονται υπέρ της σκληρής νομισματικής πολιτικής και όσους υποστηρίζουν το αντίθετο.

Εάν επικρατήσουν τα «γεράκια» αυτό θα σημάνει ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες ετοιμάζονται να αυξήσουν περαιτέρω το κόστος χρήματος για να «δώσουν ακόμα περισσότερο πόνο» στην οικονομία, ενισχύοντας την πίεση στην οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, με στόχο να «χτυπήσουν» την κατανάλωση και τις επενδύσεις, προκειμένου να περιορίσουν τη ζήτηση αγαθών για να μην ανεβαίνουν οι τιμές.

Με άλλα λόγια,  η ΕΚΤ εμφανίζεται διατεθειμένη να θυσιάσει την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, προκαλώντας ύφεση και ανεργία, προκειμένου να σταματήσει την άνοδο των τιμών.

Την ίδια στιγμή, οι κεντρικοί τραπεζίτες απευθύνουν προειδοποιήσεις ότι δεν πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί, διότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο οι μισθωτοί θα συνεχίσουν να καταναλώνουν, ανατροφοδοτώντας τη ζήτηση και τον πληθωρισμό, όπως είχε συμβεί τη δεκαετία του 1970 και του 1980. Σχετικές παραινέσεις κάνει συχνά η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.

Με άλλα λόγια, η στρατηγική των κεντρικών τραπεζών βασίζεται στο να δημιουργηθούν συνθήκες «ασφυξίας» στην οικονομία, κυρίως για τους μισθωτούς, αλλά και για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν τη δυνατότητα να περάσουν τις αυξήσεις του κόστους στις τιμές με τις οποίες πωλούν τα αγαθά και τις υπηρεσίες.

Την ίδια στιγμή όμως έρχονται στο φως στοιχεία που δείχνουν ότι μια από τις βασικές αιτίες του πληθωρισμού είναι το γεγονός ότι μεγάλες εταιρείς στην Ευρώπη αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους και τις τιμές.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα του έγκυρου πρακτορείου ειδήσεων, τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων που διαθέτουν αγαθά ευρείας κατανάλωσης αυξήθηκαν το 2022  στο 10,7% και ήταν υψηλότερα κατά 25% σχέση με το 2019, όταν δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα το πληθωριστικό κύμα. Αναφέρεται επίσης ότι σύμφωνα με υπολογισμούς που έχει κάνει η ΕΚΤ με βάση τα στοιχεία της Eurostat τις μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις ασκούν τα κέρδη των επιχειρήσεων και λιγότερο οι φόροι και το κόστος εργασίας.

Διάγραμμα: Πόσο συμβάλλουν στον πληθωρισμό τα κέρδη, οι φόροι και το κόστος εργασίας

Διάρθρωση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ, ετήσια μεταβολή ανάμεσα στο 1ο τρίμηνο του 2021 και το τρίτο τρίμηνο του 2022 – Αριστερή στήλη: Η συμβολή των εταιρικών κερδών, Μεσαία στήλη: Η συμβολή των φόρων, Δεξιά στήλη: Η συμβολή του κόστους εργασίας)

Σύμφωνα με πηγές της ΕΚΤ που μίλησαν στο Reuters, οι κεντρικοί τραπεζίτες ενημερώθηκαν ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ευρωζώνη αύξησαν τα περιθώρια κέρδους τους, αντί να τα μειώσουν, όπως θα ήταν λογικό να συμβεί όταν αυξάνονται τα κόστη.

Τα στοιχεία αυτά δεν αναδεικνύουν μόνο την «αδικία» που προκαλούν οι πολιτικές της ΕΚΤ σε βάρος των καταναλωτών, αλλά και το γεγονός ότι χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός που οφείλεται στα κέρδη των επιχειρήσεων έχει την τάση να «αυτοδιορθώνεται».

Και τούτο διότι σε δεύτερο χρόνο οι εταιρείες αναγκάζονται να περιορίσουν ξανά τα περιθώρια κέρδους για να μη χάσουν μερίδιο αγοράς λόγω του ανταγωνισμού. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι έχει ήδη συμβεί στις ΗΠΑ, όπου ο κύκλος έγινε νωρίτερα.

Το γεγονός αυτό χρησιμοποιείται ως επιχείρημα από τα μέλη της ΕΚΤ τα οποία διαφωνούν με την επιθετική αύξηση των επιτοκίων, την οποία υποστηρίζουν τα λεγόμενα «γεράκια».

Ήδη τα μέλη της ΕΚΤ εμφανίζονται διχασμένα, με το Γερμανό κεντρικό τραπεζίτη Γιοακίμ Νάγκελ να υποστηρίζει επιθετική αύξηση των επιτοκίων, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό αντιθέτως τάσσεται υπέρ πιο ήπιας και σταδιακής προσέγγισης, όπως και ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης Ιγκνάσιο Βίσκο.

Εάν επικρατήσουν τα «γεράκια», η πιθανή κορύφωση για το επιτόκιο «βαρόμετρο» της ΕΚΤ με το οποίο δέχεται καταθέσεις από τις εμπορικές τράπεζες, τοποθετείται πλέον στο 4%, ενώ προ μηνός ο «στόχος» ήταν στο 3%. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν νέες αυξήσεις μιάμισης μονάδας από την ΕΚΤ, δεδομένου ότι το επιτόκιο αυτό είναι σήμερα στο 2,5%.

Ομοίως και στις ΗΠΑ ενώ η εκτίμηση ήταν προ μηνός ότι το βασικό επιτόκιο που είναι σήμερα στο 4,50-4,75% θα έφτανε μέχρι το 5% και στη συνέχεια θα άρχιζε η αποκλιμάκωση, τώρα πλέον ο στόχος ανεβαίνει και γίνεται λόγος για υψηλότερα επίπεδα, ίσως και μέχρι το 6%.

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Με τις μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας να φαίνονται πολύ πιο υγιείς από την Ευρώπη το 2023 (1-2% αύξηση του ΑΕΠ), το κόστος του ελληνικού δημόσιου χρέους να είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερό (άρα δεν επηρεάζεται από τις αυξήσεις των επιτοκίων) με μεγάλη μέση διάρκεια και χωρίς σημαντικές αποπληρωμές χρέους, και τα κεφάλαια του RRF να έχουν οριστεί να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα κατά το επόμενο χρόνια, η ελληνική επενδυτική ιστορία φαίνεται σίγουρα ελκυστική μεσοπρόθεσμα», εξηγεί η Eurobank Equities.

«Έχοντας αυτά κατά νου, αμφιβάλλουμε ότι η ελληνική αγορά θα είναι στο απυρόβλητο και θα αποδυναμώναμε έτσι το πρόσφατο ράλι (ΓΔ +16% από την τα χαμηλά του Σεπτεμβρίου) ή οποιαδήποτε πιθανή περαιτέρω ανοδική κίνηση μέχρι το τέλος του έτους (η οποία θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα της χαμηλής τοποθέτησης και των τεχνικών στοιχείων). Διατηρούμε την αμυντική μας στάση για πρώτο εξάμηνο του 2023 προτιμώντας την ποιότητα, τις ορατές μερισματικές αποδόσεις και τις μετοχές με σταθερή λειτουργική δυναμική, με τον ΟΠΑΠ (τιμή στόχος τα €15,9), τη Μυτιληναίος (τιμή στόχος τα €25,6) και την Jumbo (τιμή στόχος στα €17,2) να αποτελούν τις κορυφαίες επιλογές μας», εξηγεί η χρηματιστηριακή.

«Όσον αφορά τις τράπεζες, η άνοδος του καθαρού εσόδου από τόκους (NII) από την αύξηση των επιτοκίων, η βελτίωση της αποδοτικότητας ROTE και η συμπίεση των αποτιμήσεις αφήνουν μια θετική στροφή κινδύνου/απόδοσης για τους μακροπρόθεσμους επενδυτές, αλλά η πορεία θα είναι ανώμαλη, εκτιμούμε. Σε αυτόν τον χώρο συνεχίζουμε να προτιμούμε την ΕΤΕ (τιμή στόχος τα €4,58) δεδομένου του συνδυασμού των καλύτερων κεφαλαιακών μεγεθών με βάση τα πρότυπα της ΕΕ, την υψηλότερη κάλυψη των NPEs μεταξύ των ομοειδών ελληνικών εταιρειών και τις ελκυστικές μετρήσεις απόδοσης/αξιολόγησης. Για το β’ εξάμηνο του 2023, θα περιμέναμε ότι η εμφάνιση του risk-on θα ωθήσει την απόδοση των μετοχών με υψηλότερο beta», εξηγεί η χρηματιστηριακή.

Οι αποτιμήσεις αρκετά φθηνές, περιορίζοντας την καθοδική πορεία

Η ανατιμολόγηση υψηλότερα στις πραγματικές αποδόσεις (σε συνδυασμό με τα ανθεκτικά κέρδη) έχει καταλύσει αισθητά χαμηλότερες αποτιμήσεις μετοχών από το καλοκαίρι. Οι ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαπραγματεύονται με έκπτωση περίπου 30% έναντι των ομοειδών τους στην ΕΕ και περίπου 20% έκπτωση έναντι της δικής τους ιστορίας. Ομοίως, ο δείκτης P/TBV των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλότερα των 0,5 φορών, έκπτωση περίπου 25% έναντι των ομολόγων τους στην περιφέρεια. Η σχετική έκπτωση των τραπεζών είναι εκτός συγχρονισμού με τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και την ευαισθησία των ελληνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών στα επιτόκια και στην αγορά οι τιμές ενσωματώνουν ένα κόστος κεφαλαίου άνω του 20% στις εκτιμήσεις.

«Σε αυτή τη βάση, οι ελληνικές μετοχές φαίνονται να τιμολογούνται ήδη σε μια απαισιόδοξη ρύθμιση και έχουν υποτιμηθεί αρκετά ώστε η επίδραση των αύξηση των επιτοκίων στις αποτιμήσεις μπορεί να μειωθεί. Ωστόσο, αναμένουμε ότι οι αποτιμήσεις θα παραμείνουν όμηροι του κλίματος και της επικρατούσας διάθεσης κινδύνου στο α’ εξάμηνο του 2023. Από πλευράς επιδόσεων, το ΧΑΑ έχει σημείωσε θετική απόδοση το τελευταίο έτος ξεπερνώντας τις περισσότερες διεθνείς αγορές (έχοντας ξεκινήσει από χαμηλή βάση). Ο πήχης είναι συνεπώς υψηλότερος για το 2023, αλλά οι ελκυστικές αποτιμήσεις σίγουρα προσφέρουν κάποιο μαξιλάρι», προβλέπει η Eurobank Equities.

Πολιτική: Το σκηνικό γίνεται όλο και πιο αμήχανο

«Στην προηγούμενη ενημέρωση στρατηγικής μας υποστηρίξαμε ότι το θέμα των υποκλοπών κατέστησε το πολιτικό σκηνικό κάπως πιο επισφαλές. Η κατάσταση έχει γίνει ακόμη πιο ασαφής μετά το σκάνδαλο διαφθοράς στο οποίο εμπλέκεται μια ευρωβουλευτής της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών. Η προκύπτουσα πόλωση και ένταση μεταξύ των δύο κυρίαρχων κομμάτων έχει καταστήσει το σενάριο ενός συνασπισμού μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και του ΠΑΣΟΚ – το πιο προφανές βιώσιμο σενάριο σχηματισμού κυβέρνησης στις επόμενες εκλογές – κάπως πιο δύσκολο. Πιστεύουμε ότι η επανεμφάνιση της πολιτικής αβεβαιότητας – ακόμη και αν τελικά δεν οδηγήσει σε πραγματική αλλαγή στην πολιτική – είναι πιθανό να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στα ασφάλιστρα κινδύνου των μετοχών, με αποτέλεσμα να περιορίσει την πιθανή ανάκαμψη τους επόμενους μήνες», καταλήγει η χρηματιστηριακή.

Διαβάστε ακόμη:

Σκρέκας: Σωστό μήνυμα για τις αγορές η πρόταση για πλαφόν €188 ανά μεγαβατώρα στο φυσικό αέριο (vid)

Economist: «Πρώτη και καλύτερη» η οικονομία της Ελλάδας το 2022 (πίνακας)

GE και MYTILINEOS ανέλαβαν την κατασκευή νέας μονάδας 200MW της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού της Ιρλανδίας

ΠΗΓΗ NEWMONEY