Vincent van Gogh, Two Diggers Among Trees
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο κύκλος του θρόνου
ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝΑ για τρίτη φορά. Δεν ήμουνα μεθυσμένος, μόνο που είχα καπνίσει πολύ. Το βράδυ ο καπνός με πειράζει. Όμως, δεν έδωσα σημασία. Φαινόταν αδιανόητο – και να που το σκεφτόμουνα και ήταν η τρίτη φορά μέσα σ’ ένα μήνα. Αλλά το σκεφτόμουνα μόνο. Τι αξία μπορούσε να έχει αυτό;
Προχώρησα και δοκίμασα την πόρτα. Είναι πιθανό κάποτε να την ξεχάσει ανοιχτή. Για την περίπτωση αυτή, θα πρέπει να είμαι προετοιμασμένος. Τότε δε θα πρέπει να έχω κανέναν ενδοιασμό. Η δική του αμέλεια θα με καλύπτει. Όλα θα έχουν ρυθμιστεί απ’ τα πριν. Πρέπει να είμαι έτοιμος.
Όχι, πως θέλω να εκδικηθώ κανένα. Ούτε με τη Νατάσα τα έχω. Ούτε θέλω να τη δω να κατεβαίνει μισόγυμνη από πάνω και να τρέχει πέρα δώθε. Βέβαια θα κατέβει κι αυτή και θα τρέχει μαζί με τον άντρα της. Και θα φοράει μόνο το νυχτικό της που θα είναι λεπτό και διαφανές. Όμως δεν θα πρέπει να τη δω. Αυτό είναι επικίνδυνο. Στην Αμερική, όπως έχω διαβάσει, αστυνόμοι με πολιτικά παίρνουν φωτογραφίες όλων εκείνων που παρακολουθούν μια πυρκαγιά. Μ’ αυτό τον τρόπο έχουν βρει πολλούς εμπρηστές. Πρέπει να το αποφύγω αυτό. Όχι πως μ’ ενδιαφέρει να έχω ένα άλλοθι. Ούτε που φοβάμαι. Ποιος δίνει σημασία σ’όλα αυτά και περισσότερο στη Νατάσα… (Θυμάμαι που κατέβαζε τα μαλλιά της πάνω στο δεξί μάτι κάνοντας μια μεγάλη καπέτα και κρατούσε και μια μεγάλη τσάντα καλαθένια σαν κούνια).
Το σκεφτόμουνα λοιπόν για τρίτη φορά. Ίσως να έφταιγε ο καπνός. Είχα καπνίσει πολύ και με πειράζει. Προχώρησα χωρίς να δώσω μεγάλη σημασία. Το χερούλι της πόρτας έκανε ένα μικρό κύκλο κι άφησε ένα ελαφρό στρίγκλισμα. Η πόρτα, αντίθετα, κύλησε μαλακά, χωρίς τον παραμικρό ήχο. (Έβλεπα το γέρο ταχτικά, με το λαδωτήρι της ραπτομηχανής, να βάζει λάδι πάνω στους ρεζέδες). Όταν ακούστηκαν τ’ αυτοκίνητα της πυροσβεστικής, είχε σχεδόν ξημερώσει. Περίμενα ακόμα λίγο και ξεκίνησα για τη θάλασσα. Πήγα στο λιμάνι και μετά σιγά-σιγά έφτασα στον Άγιο Νικόλα. Ανέβηκα απ’ τη σκαλίτσα που ’ταν φτιαγμένη μέσα στο βράχο. Άναψα κι ένα κερί, χωρίς ν’ αφήσω λεφτά. Μετά κάθισα στο στασίδι και διάβαζα απ’ το μεγάλο βιβλίο: “και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί και επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον του θρόνου”. Τα γράμματα ήταν μεγάλα, τυπωμένα με κόκκινο μελάνι και πλαισιωμένα με κλαράκια: “και ενώπιον του θρόνου ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου”.
Βαρέθηκα και βγήκα έξω. Είχε δυνατό ήλιο και οι άσπροι τοίχοι σε τύφλωναν όταν τους κοίταζες. Ασυναίσθητα μισόκλεινες τα μάτια. Απ’ το βράχο, την άμμο και τη θάλασσα ακόμη, η ζέστη ανέβαινε σε λεπτές ασημένιες γραμμούλες. Έβαζες το χέρι πάνω απ’ τα μάτια και κοίταζες ίσια μπροστά και ζαλιζόσουν. Και τότε ερχόμουνα στο ίδιο ξωκκλήσι κι έκανε ζέστη και τότε. Το κορμί της Νατάσας ανάδινε φωτεινές, ασημένιες γραμμούλες. Κι όταν σηκώθηκαν, η άμμος από κάτω είχε πάρει το σχήμα τους κι ήταν βρεγμένη.
Έκανα το γύρο της εκκλησίας. Πάνω στους λευκούς τοίχους είχε χαρακιές με σχέδια – καρδιές με βέλη κι αρχικά γράμματα. Δίπλα απ’ το μικρό καμπαναριό, στην πίσω μεριά, είχε λέξεις και φράσεις – βρωμόλογα. Προχώρησα πάνω στο μικρό μονοπάτι κι έφτασα στην κορφή. Είναι ωραία δω πάνω. Βλέπεις συνέχεια τη θάλασσα. Και μπροστά κι από δω κι από κει. Μόνο ίσια ακριβώς από κάτω, ένα κομμάτι αμμουδιά ξεκομμένο κι απόκρυφο. (Θυμήθηκα το μεγάλο βιβλίο και είπα: “ο κύκλος του θρόνου”). Έπειτα είδα τις ασημένιες γραμμές ν’ ανεβαίνουν ολόισια προς τα πάνω. Ήταν ξαπλωμένη με τα πόδια διπλωμένα και όρθια σαν τσιμπίδα. Ξεχώριζαν τα γόνατα. Λευκά σα δυο μεγάλα βότσαλα μ’ ελαφρά ανώμαλη επιφάνεια. Ζεστά απ’ τον ήλιο. Τα κοιτάς κι αντιφεγγίζουν τις ακτίνες του απ’ την κάθε μεριά που πηγαίνεις αυτές οι ακτίνες σ’ ακολουθούν. Έπειτα η τσιμπίδα ανοιγόκλεινε και βουτούσε μέσα στην άμμο. Με τα δάχτυλα, έπιανε λίγη άμμο και την πετούσε προς τα πίσω, πάνω απ’ την κοιλιά, τα στήθια και τους ώμους. Η άμμος ερχόταν στο πρόσωπο του άλλου και γελούσαν και οι δυο τους. (Θυμήθηκα κάτι μεγάλους εκσκαφείς που είχα δει να χρησιμοποιούν στο ποτάμι). Συνέχισα να προχωρώ πάνω στο βράχο κι οι ιριδισμοί απ’ τα γόνατα της Νατάσας μ’ ακολουθούσαν.
Την άλλη μέρα μάζεψα ξερά φύλλα, που ’χαν αγκάθια στις άκρες, και τα σκόρπισα πάνω στην άμμο. Μετά μετάνιωσα. Μάζεψα δάφνες, φύλλα και άνθη, λευκά και κόκκινα, και τα σκόρπισα κι αυτά πάνω στην άμμο μέχρι κει που έφτανε η θάλασσα.
Αυτά εδώ τα σκαλοπάτια είναι ανυπόφορα. Και ο ήλιος είναι ανυπόφορος κι όλο αυτό το φως κι οι ολόλευκοι τοίχοι της εκκλησίας. Έκανα το γύρο προσπαθώντας να τον ανακαλύψω. Τώρα ξέρω καλά ποιος είναι και τι θέλει. Δεν μπορεί να με παρασύρει. Η δυσπιστία είναι το κυριότερο όπλο μου και δε θα το εγκαταλείψω. Ξέρω τι κάνω. Κι αυτός ξέρει. Είναι πονηρός. Δε μιλάει καθόλου. Ψάχνει να βρει την κατάλληλη ευκαιρία. Φέρνει το σκάκι του και λύνει προβλήματα και δε μου προτείνει να παίξουμε μια παρτίδα. Αυτό θα ήταν πιο έντιμο, πιο κανονικό. Περιμένει από μένα να κάνω την αρχή. Φαντάζεται ότι έτσι θα έχει κερδίσει την πρώτη μάχη, ότι από κει κι έπειτα το παιχνίδι γι’ αυτόν θα είναι πολύ εύκολο, ότι θα με έχει πάρει ο κατήφορος και θα κάνω συνέχεια υποχωρήσεις. Νομίζει πως θέλω κάποιον για να εξομολογηθώ κι ότι μόνον η αρχή χρειάζεται να γίνει. Είναι πολύ έξυπνος. Όμως εγώ έχω συνηθίσει με τη μοναξιά μου, και δω πάνω είναι σαν το σπίτι μου. Αυτός τι θέλει; Τι ζητάει από μένα; Δεν πρόκειται να του προτείνω να παίξουμε σκάκι ούτε τίποτ’ άλλο. Το καταλαβαίνω πως όταν γίνει η αρχή δε θα μπορώ να σταματήσω. Θα γνωριστούμε και θ’ αρχίσουμε να μιλάμε. Κάτι μπορεί να μου ξεφύγει. Ή μπορεί αυτός να ερμηνέψει όπως θέλει τα λόγια μου. Μπορεί και να με καταδώσει στην αστυνομία. Και μετά όλα θα είναι εύκολα γι’ αυτούς. Δεν αντέχω να τους ακούω να φωνάζουν. Κι ούτε θα το βαστάξω να με χτυπάνε.
Έχει τον ίδιο ήλιο αλλά λιγότερο αέρα. Μπορώ να ’μαι δύσπιστος αλλά όχι καχύποπτος. Όχι πως θα αναθεωρήσω τις προηγούμενες αποφάσεις μου. Αλλά δεν μπορώ να τα πάρω όλα κατά γράμμα. Μπορεί απλούστατα να ’ναι ένας ξένος, ένας σπουδαστής, κάποιος εργαζόμενος (μάλλον σε τράπεζα) που κάνει τις διακοπές του. Βρήκε δω πάνω έναν ήρεμο τόπο και ξεκουράζεται. Ασχολείται με το σκάκι του κι ακούει συμφωνική μουσική. Φαίνεται για άνθρωπος σοβαρός. Ένας χωροφύλακας θα ’παιρνε μαζί του περιοδικά με γυμνές και θα προσπαθούσε να μου πιάσει κουβέντα απ’ την πρώτη κιόλας μέρα. Θα αργήσει να έρθει. Χτες κάθισε μέχρι που νύχτωσε. Προσπαθούσε να κάνει ματ με δυο πιόνια κι ένα άλογο. (Ή το πρόβλημα ήταν λάθος ή δεν είχε τοποθετήσει σωστά τα κομμάτια – ο βασιλιάς έπρεπε να είναι στο Α7). Θα έρθει αργά οπωσδήποτε. Άλλωστε ποτέ δεν έρχεται και πολύ νωρίς.
Έκανα μεγάλους κύκλους από μακριά και πλησίαζα σιγά-σιγά. Μου φάνηκε πολύ γελοίο, όχι μόνο αυτό αλλά έδινα αφορμή για υποψίες. Δεν υπήρχε λόγος να φερθώ τόσο κουτά. Μπορούσα να έρθω κατευθείαν όπως τις άλλες μέρες. Κι αν ήταν εδώ; Θα έβλεπε τις κινήσεις μου και τότε θα ’χα ν’ αντικρίσω το πονηρό εκείνο χαμόγελο και μια καλημέρα που τη διαβλέπεις μάλλον απ’ τις κινήσεις των χειλιών παρά την ακούς. Κι είναι δω. Ο σάκος του και το βιβλίο ακουμπισμένα στον τοίχο.
Κι όμως δεν είναι δω. Ούτε μέσα στην εκκλησία ούτε πουθενά γύρω. Μπορεί να ’ναι κρυμμένος κάπου (έστω και μακριά κι να κοιτάζει με κιάλια. Θέλει να πάω να ψάξω το σάκο του. Δε θα του κάνω αυτή τη χάρη. Μπορεί να είμαι περίεργος αλλά είμαι και έξυπνος. Δε θα πετύχει τόσο εύκολα αυτό που θέλει: Να ανακατευτώ με τα πράγματά του, για να μπορεί έπειτα να μου πιάσει κουβέντα ή να με κατηγορήσει πως του πήρα κάτι, και να βρει αφορμή για να με κουβαλήσει στην αστυνομία. Και μετά όλα θα είναι εύκολα γι’ αυτούς. Όχι, δε θα του κάνω τη χάρη. Καλύτερα να καθίσω δω πάνω. Θα περιμένω να βγει από την κρυψώνα του. Τότε θα χαμογελάσω θριαμβευτικά. Θα καθίσω δω πάνω έστω κι αν είναι να περάσω έτσι όλη τη μέρα.
Ο ήλιος ανεβαίνει και ρίχνει τις αχτίδες του κάθετα. Η ζέστη μεγαλώνει. Έχω κατάφατσα τον τοίχο της εκκλησίας και τις δυο κουκκίδες πάνω στο άσπρο φόντο. Το βιβλίο και το σάκο. Κάτω, όπως πάντα, η θάλασσα. Μακριά, πιο πέρα, το μονοπάτι πάνω στο βράχο. Και νάτη μια άλλη κουκκίδα που συνέχεια μεγαλώνει. Έρχεται. Είν’ αυτός. Κι είναι βιαστικός. Φαίνεται πως τα ξέχασε τα πράγματά του. Σηκώθηκα κι έτρεξα προς τον τοίχο. Άπλωσα το χέρι και σταμάτησα. Το βιβλίο ήταν στητό πάνω στον τοίχο, σε μια αφύσικη στάση. Λες κι ήταν στην προθήκη κάποιου βιβλιοπωλείου. Είδα μόνο τον τίτλο κι έφυγα γρήγορα χωρίς ν’ αγγίξω τίποτα. Ευτυχώς που συνήλθα αμέσως και βρήκα την ψυχραιμία μου. Δε θα κάνω απολύτως τίποτα. Κάθισα στην ίδια θέση, όπως και τις άλλες μέρες. Ήρθε κι ανταλλάξαμε τη σιωπηλή μας καλημέρα. Μετά μπήκε στην εκκλησία, όπως πάντα. “και ενώπιον του θρόνου ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου”.
Όλα τελείωσαν. Είναι πιο έξυπνος από μένα. Ξέρει το δρόμο που ακολουθούν οι σκέψεις μου. Προβλέπει το κάθε τι. Τώρα δεν μπορώ πια να κρύβουμαι. Το βιβλίο έκανε τη δουλειά του. Το ’χω διαβάσει και ξέρω ότι το έκανε επίτηδες. Γιατί, αν μπορούσε πολύ καλά να ξεχάσει το βιβλίο του (που το φέρνει για πρώτη φορά), δεν είναι δυνατό να μη θυμόταν ολόκληρο σακίδιο με το μπανιερό του, το σκάκι του, κι ό,τι άλλο έβαζε κει μέσα. Είμαι βέβαιος. Κι αν τον είχα αντιληφτεί από νωρίτερα, κι αν πρόφταινα ν’ ανοίξω το σάκο του, πιθανό να τον έβρισκα γεμάτο πέτρες. Είχε υπολογίσει ότι θα τον άνοιγα και θα είχε βάλει κάποιο σημάδι. Ίσως ν’ απογοητευτεί όταν θα διαπιστώσει ότι έκανε λάθος.
Εξακολουθούσε η ζέστη κι έτρεχα, και το πουκάμισο είχε βγει απ’ το παντελόνι στο πίσω μέρος. Μπήκα στο τραμ και μου φώναζαν να πληρώσω εισιτήριο. Κατέβηκα κι έτρεξα ακόμα.
Στον προθάλαμο είχε δροσιά. Ένας πήγαινε κι ερχόταν συνέχεια και δεν μ’ άρεσε καθόλου. Την τρίτη φορά με ρώτησε:
-Εσύ τι θέλεις;
-Θέλω να μιλήσω στον Αστυνόμο.
Με ρώτησε κι άλλος ένας (φορούσε γυαλάκια κι έμοιαζε σα θεολόγος).
Του είπα το ίδιο:
-Θέλω να μιλήσω στον Αστυνόμο.
Καθόταν στο γραφείο του με το τσιγάρο στο στόμα. Ο καπνός ανέβαινε πάνω σε λεπτές ασημένιες γραμμούλες.
-Εσύ τι θέλεις;
–Ήρθα για το φαρμακείο της οδού Κωλέττη.
-Ποιο φαρμακείο;
Εκείνος ο άλλος, μόλο που φορούσε λευκή μπλούζα και γυαλιά, έμοιαζε με χωροφύλακα. Μ’ άφηνε να του μιλάω συνέχεια χωρίς να λέει τίποτα. Και το δωμάτιο ήταν ήσυχο και οι τοίχοι καθαροί και άσπροι. Δεν έκανε καθόλου ζέστη. Και τότε τα ομολόγησα όλα. Του είπα για το φαρμακείο και για τον άλλον εκεί στον Άι-Νικόλα. Και αυτό εξακολούθησε για καιρό. Με ρωτούσε, κι εγώ τα ομολογούσα όλα. Και για κείνον στον Άι-Νικόλα και για το φαρμακείο της οδού Κωλέττη.
- Βασίλης Μπενόπουλος, Ο κύκλος του θρόνου. Εκδόσεις Κέδρος. Αθήνα 1974.
Ο Βασίλης Μπενόπουλος γεννήθηκε στην Τρίπολη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε για σύντομο διάστημα ως δικηγόρος και αργότερα ως συμβολαιογράφος. Το συγγραφικό του έργο, παρόλο που ξεκίνησε νωρίς, με τα διηγήματα Ο κύκλος του θρόνου, Eκδόσεις Κέδρος 1974, διακόπηκε απότομα. Δύο βιβλία του κυκλοφόρησαν από τις Eκδόσεις Δελφίνι. Πρόκειται για δύο συλλογές διηγημάτων με τίτλους Η πόλη έφυγε από τα παράθυρα (1993) και Μόρσιμα (1994). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες. Πέθανε τον Aπρίλιο του 2000.
ΠΗΓΗ TIMESNEWS