ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗΣ
Φακές με λάδι
ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ, εσένα που χωρίς καμιά βοήθεια έστησες ολόκληρο ελαιώνα στα χέρσα κάποτε χωράφια του παππού σου, διακόσια δέντρα και περισσότερα, που τα κλάδευες, τα πότιζες, τα ξεβοτάνιζες χωρίς φάρμακα, για να μην αφανίσεις τα έρημα τα φίδια, τις σαύρες και τα μαμούνια που σέρνονταν από κάτω τους· εσένα που ποτέ δεν τίναζες τις γινωμένες ελιές με μακριά ραβδιά, όπως έκαναν άλλοι, αλλά, ανεβασμένος σε μια πεύκινη σκάλα που θύμιζε αμφίπλευρη τσατσάρα, τις έκοβες μία-μία με τους βοηθούς σου, δυο Ρωσοπόντιους που, όταν ξαπόσταιναν, έπαιζαν κεμεντζέ και τραγουδούσαν λυπητερά τραγούδια της πατρίδος τους· εσένα που καμάρωνες για τα δυο αναμαλλιάρικα σκυλιά σου που ήταν άκακα σαν αρνιά, και, άμα εμφανιζόταν κάνας ξένος, γάβγιζαν χαρούμενα κι έτρεχαν να του γλείψουν τις άκρες των παπουτσιών του· εσένα που, όταν τέλειωνες τη συγκομιδή, παραμονές των Χριστουγέννων, στρωνόσουν μέσα στη μικρή παράγκα και παρασκεύαζες τις υπέροχες ελιές σου, ξυδάτες, θρούμπες και τσακιστές, που τις πουλούσες έπειτα στις λαϊκές αγορές σε συσκευασίες του ενός κιλού και ποτέ δεν τις έδινες στο χοντρεμπόριο, να μπερδεύεις μια κι έξω· εσένα που έβγαζες εκατοντάδες πεντόλιτρα ελαιολάδου οξύτητας μηδέν και τα διέθετες μόνο σε γνωστούς, ενώ όσα περίσσευαν τα μοίραζες, καταπώς έλεγες, σε συσσίτια εκκλησιών και σε φτωχούς και κάποια τα έστελνες στο μοναστήρι του χωριού σου… απ’ την ημέρα που έφυγες σε αισθάνομαι να περιφέρεσαι στο κτήμα σου υπογείως, σαν λαχταρισμένος ασπάλακας σε λαγούμια με άπειρες διακλαδώσεις, με ξεραμένα χείλη, αφού τα δέντρα μένουν πια απότιστα, με μάτια χαλασμένα απ’ τα σκοτάδια, αφού ο ήλιος δεν ξέρει να τρυπά το χώμα, με αυτιά που δεν μπορούν ν’ ακούσουν το αεράκι να τρίβεται στα λιόφυλλα, αλλά μόνο τα ανατριχιαστικά γαβγίσματα του χαλκεοφώνου πεντηκοντακεφάλου κυνός…
Με πόση λύπη, αδερφέ μου, σε θυμάμαι, σαν βλέπω στον γκρεμισμένο φράχτη του κτήματος την ξεθωριασμένη ταμπέλα με το ψυχρό “ΠΩΛΕΙΤΑΙ”, που έχει γίνει στόχος για τους ασυνείδητους κυνηγούς της περιοχής όταν συναντώ τον Ζίπο και τον Τζακ, βρόμικους και πληγιασμένους, έξω από τα χασάπικα της πόλης με τη θλίψη του πεινασμένου στα μάτια τους· όταν στο καντήλι του μνήματός σου καίν’ οι δικοί σου –άκουσον, άκουσον!– πυρηνέλαια, παραφινέλαια και άλλα υποκατάστατα του ελαιολάδου, κι αυτά σπανίως όποτε· όταν το θυμιατήρι του μνήματός σου αναδίδει καπνούς από λιβάνια της σειράς που, αντί ν’ ανεβαίνουν γραμμή στον ουρανό, σέρνονται σαν αναθυμιάσεις σαράβαλου λεωφορείου στα θλιβερά παρτέρια του κοιμητηρίου…
*
“Τα αισθήματα και οι μνήμες είναι οι μόνες κληρονομιές μας απ’ τη ζωή, η αδιαπραγμάτευτη προίκα μας”, έλεγε η ευσεβής καθηγήτρια που, για να ρίξει την υψιπετούσα χοληστερίνη της, περπατούσε τ’ απογεύματα στην εξοχή φορώντας λαστιχένια παπούτσια, πολύχωμα αντιανεμικά μπουφάν και καπέλο τζόκεϊ, την ώρα που εμείς στον ελαιώνα πίναμε καφέ· και αφού απρόσκλητη κολλουσε στην αντροπαρέα μας, και τάχα θα έμενε για δυο λεπτά όλα κι όλα, έπειτα μας αφηγούνταν μακρόσυρτες ιστορίες, με γούστο, είναι αλήθεια, και μεγάλη παραστατικότητα, απολαμβάνοντας τον ανυπόκριτο θαυμασμό μας και προσπαθώντας να μη δείχνει πως κολακεύεται. “Κάποιες φορές όμως τα αισθήματα και οι μνήμες μάς πονούν και μας ματώνουν”, δικές της κουβέντες κι αυτές. “Και δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε ούτε μετά θάνατον. Ο Ησαύ, για παράδειγμα, ξεπούλησε τα πρωτοτόκια του έναντι πινακίου φακής· υποτίμησε ο καημένος την αξία των μελλόντων έναντι των πληρωτέων επί τη εμφανίσει· ο τριχωτός κοκκινομούρης όμως δεν ψυλλιάστηκε ότι θα έμενε στη μνήμη του κόσμου ως το απευκταίο παράδειγμα της αφροσύνης και της ελαφρότητας – η λογοτεχνία και η θρησκεία πολύ τους ψάχνουν τέτοιους τύπους, ίσως περισσότερο κι απ’ τους πραγματικούς ήρωες και τους αληθινούς αγίους. Αυτός λοιπόν, ο πάλαι ποτέ σπουδαίος κυνηγός, αν και από πολλών ετών νεκρός, υποφέρει από βαθιά κατάθλιψη” – πώς τα έλεγε η αφιλότιμη! “Κι όχι μόνο επειδή συνειδητοποίησε ότι οι περιβόητες φακές ήταν και νερόβραστες, για να ’ναι ακόμη μεγαλύτερη η ευτέλειά τους. Αλλά γιατί ο αδερφός του, που σκεπασμένος με την προβιά του προβάτου τού έκλεψε και την πατρική ευλογία, φιγουράρει, λες και δεν συνέβη τίποτε το αξιόμεμπτο, τίποτε το αντικανονικό, στη λίστα των σαράντα δυο προπατόρων Εκείνου, που κάποια μέρα, είναι βέβαιο, θα μας συγχωρήσει όλους για όλα. Και σίγουρα ο έρημος ησαύ κάποιες φορές” –ακούγοντάς την, έμενα συχνά με την εντύπωση ότι είχε κι αυτή παλιές ντροπές να κρύψει, αγαπητικούς που ίσως την παράτησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– “θα συλλογιέται πως, αν τα πράγματα δεν λοξοδρομούσαν απ’ την ευθεία τους, αυτός θα ήταν ο προπάππος τού μεσσία και όχι ο “μπαγαπόντης” ο Ιακώβ! Υπάρχει όμως κανείς που να πιστεύει ότι ο Χριστός θα μπορούσε να προέλθει από τον Εδώμ και τους αγροίκους Ιδουμαίους, που η Γη της Επαγγελίας τους ήταν δίπλα σε μια θάλασσα που μέσα της δεν ζούσαν καθόλου ψάρια; Αλλά τότε πώς θα γίνονταν τα τόσα θαύματα με ιχθείς, πώς θα χόρταιναν οι ωσεί πεντακισχίλιοι άνδρες, χωρίς γυναικών και παιδίων με δυο ψαράκια και λίγα ξεροκόμματα ψωμιού; Πώς, καταβάντες του πλοίου, θα έβρισκαν οι μαθητές ανθρακιάν κειμένην και οψάριον επικείμενον και τον αναστημένο Διδάσκαλο να τους περιμένει; πώς θα επέδιδαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου, όταν εμφανίστηκε μπροστά στον Θωμά για να του διαλύσει την απιστία; Γι’ αυτό, καημένε Ησαύ, μην το παίρνεις κατάκαρδα και αναπαύσου, επιτέλους ό,τι έγραψε, έγραψε. Εξάλλου Εκείνος ήταν λογικό να γεννηθεί σε τόπο όπου οι άνθρωποι ήξεραν από ποίηση και καλλιεργούσαν τον λόγο, αλλιώς πώς θα γράφονταν τόσες σπουδαίες προφητείες γι’ Αυτόν, τόσο εύστοχες προτυπώσεις!
Απλώς, το μόνο που θα μπορούσες να ζητήσεις απ’ τη Ρεβέκκα, κι εκείνο στην ώρα του –τώρα πάει, πέταξε το πουλί!–, ήταν να ρίξει στο μισογεμάτο πιάτο σου λίγο ωμό λαδάκι, μόνο για να ’ναι κάπως πιο νόστιμο το πιο ακριβοπληρωμένο φαγητό που αξιώθηκε άνθρωπος να γευτεί από καταβολής και έως συντελείας του αιώνος.
- Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ, τόμος 4, τεύχος 14, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2014
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε στη Δράμα το 1953. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Δράμα. Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων “Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα” (1988), “Χερουβικά στα κεραμίδια” (1996), “Η γλυκιά Μπονόρα” (2000), “Να σ’ αγαπάει η ζωή” (2004), “Σάλτο Μορτάλε” (2011), “Πούρα Γεμιστά” (2017)
και τα μυθιστορήματα “Εκτός έδρας” (1993) και Γαλάζια Αγελάδα (2013). Η συλλογή διηγημάτων του “Να σ’ αγαπάει η ζωή” τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Πέτρου Χάρη και μεταφράστηκε στα αλβανικά, ενώ επιλογή διηγημάτων του κυκλοφόρησε στα Ισπανικά (Vasilis Tsiambusis, Antologia de relatos, 2019). Το 1996 επιμελήθηκε την έκδοση του λευκώματος “Δόξα Δράμας, 1918-1965” και το 2006 το λεύκωμα “Ελπίς Δράμας, 1922-1969” (ΔΕΚΠΟΤΑ του Δήμου Δράμας). Από το 2004 είναι διευθυντής του περιοδικού “Δίοδος 66100”, που έλαβε τιμητική διάκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού (2017). Διηγήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. (Πηγή: http://www.biblionet.gr)
ΠΗΓΗ TIMESNEWS