LIFESTYLE

Από την πρώτη εμφάνιση στη θεατρική παράσταση «Λόρδος Βύρων» όπου μαζί με άλλους ηθοποιούς έκανε «μπούγιο» μέχρι το ρόλο του «Λεωνίδα Καλατζή» στο «Έλα στη Θέση μου» του Alpha έχουν περάσει περισσότερα από 35 χρόνια. Χρόνια στα οποία ο Παύλος Ευαγγελόπουλος γέμισε το βιογραφικό του με τηλεοπτικές συμμετοχές, θεατρικές παραστάσεις και βιντεοταινίες οι οποίες αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης γενιάς.

Γοητευτικός, «λουσμένος» με αύρα άλλης εποχής και γεμάτος από την εμπειρία του τώρα, ο Παύλος Ευαγγελόπουλος άφησε τα τηλεοπτικά σετ και μπήκε στην κουζίνα για χάρη του Newsbeast απ’ όπου και μίλησε για όλα.

Η αυλαία του «Έλα στη Θέση μου» έπειτα από πέντε χρόνια προβολής, οι δυσκολίες που έχει μια καθημερινή σειρά, ο «δάσκαλος» Γιάννης Δαλιανίδης αλλά και οι ταμπέλες που ακολουθούν όσους ηθοποιούς πρωταγωνιστούσαν σε βιντεοκασέτες «έπεσαν» στο τραπέζι των συζητήσεων και ο γοητευτικός Παύλος Ευαγγελόπουλος είπε τις αλήθειες του.

– Να ξεκινήσουμε με το «Έλα στη Θέση μου»; Η σειρά ρίχνει αυλαία. Ποια είναι η γεύση που σας αφήνει αυτή η συμμετοχή σας;

Η γεύση είναι πάρα πολύ γλυκιά και καλή γιατί ήταν μια σειρά που κράτησε πέντε χρόνια και ένας από τους λόγους που κράτησε τόσο είναι ότι περνούσαμε καλά. Είναι βέβαια λίγο τετριμμένο αυτό, όλοι το λένε, αλλά δε γίνεται να πάει μια δουλειά πέντε σεζόν, με τους ίδιους ηθοποιούς και να μην είναι καλό το κλίμα και να μην περνάμε καλά.

– Αυτό το «περνάμε καλά» το λένε πολλοί και όταν τελειώνει μια δουλειά δε λένε ούτε «καλημέρα»…

Ναι. Ξέρεις κάτι τελικά; Έχει σημασία να περνάς καλά στη δική μας δουλειά. Είναι σημαντικό να περνάς καλά και να διασκεδάζεις όταν δουλεύεις. Δηλαδή να ξυπνάς το πρωί να πας στο γύρισμα και να πηγαίνεις με χαρά.

– Πόσο εύκολο είναι ένας ηθοποιός να πρωταγωνιστεί σε μια καθημερινή κωμική σειρά;

Υποκριτικά πιστεύω ότι είναι δύσκολο και το κωμικό είδος και το δραματικό. Δε θέλω να τα ξεχωρίσω. Το θέμα είναι να υπάρχει μια καλή διάθεση που ξεκινάει από το κείμενο, δηλαδή από τους συγγραφείς. Εν αρχή ην ο λόγος. Και μετά να υπάρχει διάθεση των ηθοποιών. Να διασκεδάζουν αυτό που παίζουν και αυτό να μεταδίδεται στον κόσμο. Από την άλλη, οι συνθήκες του γυρίσματος είναι δύσκολες γιατί ζούμε στην Ελλάδα. Οι χρόνοι είναι περιορισμένοι και πρέπει να βγαίνει συγκεκριμένη και αρκετή δουλειά μέσα σε μια μέρα. Οπότε υπάρχει πίεση, την οποία την συνηθίζεις. «Μπαίνεις» σε αυτούς τους δύσκολους και απαιτητικούς ρυθμούς και μαθαίνεις να ανταποκρίνεσαι. Είναι σημαντικό να υπάρχει καλό κλίμα, να μην δημιουργούνται εντάσεις και προβλήματα. Οπότε αυτό βοηθάει να δουλεύεις με ηρεμία και όταν δουλεύεις έτσι και σ’ αρέσει αυτό που κάνεις βρίσκεις τους ρυθμούς σου, προσαρμόζεσαι και δεν είναι δύσκολο κάτι.

– Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας βήματα μετά το τέλος της σειράς του Alpha, «Έλα στη Θέση μου»;

Ακόμα δεν έχω κάτι συγκεκριμένο να πω απλώς εύχομαι να είναι μια καλή δουλειά όπως το «Έλα στη Θέση μου», με καλούς συνεργάτες και να μπορούμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα, να επικοινωνούμε και να περνάμε καλά.

– Πόσο εύκολο είναι να μιλάς την ίδια γλώσσα με τόσους πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους;

Δεν είναι, γι’ αυτό λέω πως το «Έλα στη Θέση μου» ήταν μια ευλογημένη στιγμή. Αν και εγώ δεν έχω να παραπονεθώ στην καριέρα μου για δύσκολες συνεργασίες. Ήμουν από τους τυχερούς σε αυτό το κομμάτι οπότε πιστεύω ότι θα συνεχίσω να είμαι.

– Ποια ήταν η πρώτη σας δουλειά;

Η πρώτη δουλειά μου ήταν στο θέατρο του Λυκαβηττού σε μια παράσταση του Γιώργου Μεσσάλα. Το έργο ήταν του Αλέκου Λιδωρίκη και λεγόταν «Λόρδος Βύρων». Ήμουν στο μπούγιο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που εκτέθηκα σε κοινό.

– Σε αυτή την παράσταση σας είδε ο Γιάννης Δαλιανίδης;

Ναι, εκεί με βρήκε ο Γιάννης Δαλιανίδης και κάναμε αυτές τις ταινίες που κάναμε τότε και μετά προέκυψαν τα «Λιονταράκια του κυρ Ηλία».

– Πώς ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης;

Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν δάσκαλος, μάθαινες από αυτόν. Ήταν ένας άνθρωπος σκληρός στην συνεργασία, απαιτητικός και δίκαιος. Είχε απαιτήσεις από τους ηθοποιούς αλλά και όλους τους συνεργάτες. Αλλά ήταν και ένας άνθρωπος που του είχες τυφλή εμπιστοσύνη γιατί ήξερες ότι αυτό που ζητάει είναι καλό και είναι για το καλό σου, για να αναδειχθεί ο ρόλος ή η σκηνή. Οπότε έκανες τα πάντα χωρίς αμφιβολία και τελικά αυτό σε δικαίωνε γιατί έβλεπες το αποτέλεσμα.

– Η περίοδος της βιντεοκασέτας ήταν μια εποχή που δέχθηκε σκληρή κριτική ακόμα και από τους ίδιους τους ηθοποιούς. Ως ένας ηθοποιός, που δουλέψατε πολύ την περίοδο της βιντεοκασέτας δέχεστε την ταμπέλα που έβαλαν τότε, περί εμπορικής και μη ποιοτικής δουλειάς;

Όχι δεν τη δέχομαι και θεωρώ ότι κάποια στιγμή πρέπει να εκλείψει αυτό το πράγμα. Δηλαδή ο ηθοποιός, είναι ένας επαγγελματίας. Κάποια στιγμή, σε κάποια περίοδο της ζωής του, ενδεχομένως να χρειαστεί να κάνει και πράγματα τα οποία δεν του αρέσουν τόσο πολύ αλλά θα τα κάνει γιατί πρέπει να δουλέψει, να βγάλει λεφτά γιατί είμαστε επαγγελματίες ηθοποιοί. Βιοποριζόμαστε από αυτό. Τώρα, σε σχέση με τις βιντεοταινίες συγκεκριμένα… Αυτό ήταν τότε. Δεν υπήρχε κινηματογράφος. Το στάδιο μετά τον ελληνικό κινηματογράφο που «πέθανε» για άλλη μια φορά ήταν οι βιντεοκασέτες γιατί υπήρχε το βίντεο που ήταν τεχνολογικά, η επανάσταση. Ήταν το καινούργιο μέσον. Κάναμε κάποιες ταινίες, οι οποίες σαφώς γινόντουσαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Δεν υπήρχαν περιθώρια να γίνει «ποιοτική» δουλειά αλλά δεν θέλω να τα τσουβαλιάζω όλα. Πιστεύω ότι κάποιες από αυτές ήταν καλύτερες από κάποιες άλλες. Και σε κάθε περίπτωση αυτή ήταν η δουλειά μας τότε. Δεν μπορώ να απολογηθώ για ένα πράγμα που έγινε πριν 30 χρόνια γιατί αυτό ήταν. Είναι σα να πρέπει να απολογηθώ μετά από 30 χρόνια για το «Έλα στη Θέση μου» γιατί κάποιοι θα το κατηγορήσουν. Δεν γίνεται αυτό.

– Έχει κάποια από τις ταινίες που κάνατε τότε ξεχωριστή θέση μέσα σας;

Όχι, δεν ξεχωρίζω ποτέ καμία δουλειά. Πάντα ξεχωρίζω την τελευταία γιατί αυτή είναι και η πιο πρόσφατη. Όλες τις ταινίες τις αγαπώ, είχα δώσει τον καλύτερο μου εαυτό.

– Εκείνη η εποχή είχε περισσότερη αθωότητα όπως φαίνεται μέσα από τις βιντεοταινίες;

Γενικότερα η εποχή του ’80 ήταν πιο αθώα. Γιατί γενικότερα στην Ελλάδα ήταν τότε που ξεκίνησαν να γίνονται πράγματα. Αλλά ήταν κυρίως γιατί και εμείς ήμασταν πιο αθώοι, ήμασταν μικρά παιδιά. Οπότε όλα τα αντιμετωπίζαμε όπως τα αντιμετωπίζει ένα νέο παιδί, με αυτήν την αθωότητα, τον ενθουσιασμό και το πάθος του ότι ξεκινούσαμε στη ζωή. Ήταν μια ωραία εποχή για εμάς αλλά νομίζω και πως γενικότερα ήταν μια ωραία εποχή γιατί τότε εξελισσόντουσαν τα πράγματα στην Ελλάδα.

– Οι σημερινοί ηθοποιοί θα μπορέσουν άραγε να «πάρουν» από το κοινό όλο αυτόν τον ενθουσιασμό που ζήσατε εσείς τότε;

Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλά μέσα που μειώνουν την απόσταση του ηθοποιού από το κοινό. Τότε υπήρχε και ένας μύθος γύρω από τους καλλιτέχνες γενικότερα γιατί δεν τους έβλεπες και πολύ εύκολα. Δεν υπήρχε αυτή η επαφή που υπάρχει τώρα πχ μέσω του facebook ή του Instagram. Τους έβλεπες όταν πήγαινες να δεις την ταινία ή στο θέατρο. Τώρα, μίκρυνε η απόσταση μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη και αυτό έχει φθείρει λίγο το μύθο του καλλιτέχνη.

– Είναι καλό ότι έχει μικρύνει αυτή η απόσταση;

Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί αλλά πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει μια σχετική απόσταση. Να υπάρχει λίγο μυστήριο γύρω από τον καλλιτέχνη. Να μην ξέρει ανά πάσα στιγμή ο κόσμος πού κάνω μπάνιο, πού τρώω ή τι πίνω.

– Υπάρχει διαφορά στους ηθοποιούς εκείνης της εποχής με τους νέους ηθοποιούς;

Νομίζω ότι είναι λίγο καλύτερη η καινούργια γενιά των ηθοποιών γιατί είναι πιο καλά καταρτισμένη. Δηλαδή ξέρουν να χορεύουν, να τραγουδάνε… Εμείς ήμασταν μια γενιά που δεν δίναμε πολλή μεγάλη σημασία σε αυτά. Ασχολούμασταν κυρίως με την υποκριτική. Τώρα έχει μεγαλώσει ο ανταγωνισμός και τα ζητούμενα στη δουλειά οπότε αναγκάζονται τα παιδιά να σπουδάζουν πολλά πράγματα για να είναι ανταγωνιστικοί. Οπότε, θεωρώ, ότι έχουν καλύτερη παιδεία.

– Υπάρχουν όμως και ορισμένες περιπτώσεις ανθρώπων που «βγήκαν» από reality και ξεκίνησαν να εργάζονται ως ηθοποιοί…

Είμαι εντελώς αντίθετος σε αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι είναι λίγα και μεμονωμένα αυτά τα περιστατικά και ελπίζω να εξαλείψουν κάποια στιγμή. Δε νομίζω, όμως ότι είναι κάτι που χαρακτηρίζει γενικότερα το χώρο. Είναι απειροελάχιστες εξαιρέσεις που πρέπει να εκλείψουν και αυτές.

– Υπάρχει «αγορά» για όλους τους ηθοποιούς που υπάρχουν αυτήν την στιγμή;

Όχι, δεν υπάρχει. Η δουλειά έχει γίνει δύσκολη. «Βγαίνουν» κάθε χρόνο πάρα πολλοί ηθοποιοί. Τα τελευταία χρόνια δεν γινόντουσαν καθόλου δουλειές, τα τελευταία δυο χρόνια έκλεισαν και τα θέατρα λόγω κορονοϊού. Υπάρχει πάρα πολλή μεγάλη προσφορά και μειωμένη ζήτηση. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολα για τους νέους ηθοποιούς.

– Ο χώρος σας, είναι ένας χώρος γεμάτος ανασφάλεια. Δεν ξέρετε αν την επόμενη σεζόν θα «κλείσετε» κάποια δουλειά. Δεν είναι κουραστικό και ψυχοφθόρο αυτό;

Έτσι είναι αλλά μαθαίνεις να ζεις με αυτό και με κάποιο τρόπο το αντέχεις. Γι’ αυτό λέμε πως για να το κάνεις πρέπει να το αγαπάς πάρα πολύ. Για να μπορείς να ζεις με όλες αυτές τις αντιξοότητες. Υπάρχει μια «βιτρίνα» στο χώρο αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά, την οποία θα κληθείς κάποια στιγμή στη ζωή σου να την ζήσεις και να την αντιμετωπίσεις. Θα πρέπει να είσαι πάρα πολύ δυνατός και θα πρέπει αυτή τη δύναμη να την συντηρεί η αγάπη για το αντικείμενο γιατί αλλιώς θα σηκωθείς να φύγεις.

– Σκεφτήκατε ποτέ να εγκαταλείψατε αυτό το χώρο;

Όχι, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Είναι μια δουλειά που δεν την κάνεις γιατί κάποιος σου είπε να την κάνεις ή επειδή έχει πολλά λεφτά. Πρέπει να σ’ αρέσει. Είναι καθαρά δική σου επιλογή. Ίσα – ίσα που ο περίγυρος μπορεί να σε αποτρέψει από αυτό.

– Όταν ξεκινήσατε εσείς ποιος προσπάθησε να σας αποτρέψει;

Όταν πρωτοξεκίνησα ο πατέρας μου δεν ήταν πολύ… ζεστός. Είχαμε προστριβές και μου έλεγε να κάνω μια… δουλειά. Με έβλεπε όμως ότι ήμουν αποφασισμένος.

– Τι χρειάζεται να έχει περισσότερο ένας ηθοποιός; Ταλέντο; Τύχη; Οικονομική άνεση για να μπορεί να επιλέξει που θα πει το «ναι» του και να μην εξαρτιέται από αυτή τη δουλειά στο 100%;

Κανονικά θα έπρεπε να είναι… εισοδηματίας για να μπορεί, ακριβώς, να κάνει ότι θέλει. Να μην πιέζεται, να έχει ένα εισόδημα και να μην είναι αυτό που λέμε «δουλειά». Αλλά επειδή αυτό δεν γίνεται γιατί είναι δουλειά, θα πρέπει να έχει ταλέντο, επιμονή, υπομονή, δύναμη και τύχη, που χρειάζεται οπωσδήποτε σε όλους τους ανθρώπους. Και φυσικά να προσπαθεί κάθε τόσο να εξελίσσεται.

– Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά ψάχνετε να βρείτε ευθύνες σε σας;

Νομίζω ναι. Δηλαδή, μπορεί να έχεις κάνει μια λάθος επιλογή έργου, λάθος συνεργατών, λάθος προσέγγισης. Εμείς φταίμε. Δεν μπορεί να χρεωνόμαστε την επιτυχία και όχι την αποτυχία. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά αυτή είναι ομαδικό… άθλημα, φταίνε όλοι, ο κάθε ένας όσο του αναλογεί. Αλλά και εσύ πρέπει να αναλάβεις το μερίδιο ευθύνης που σου αναλογεί.

– Δεν το κάνουν όλοι αυτό. Είναι πιο εύκολο να βγάλει κάποιος την «ουρά» του απ’ έξω…

Είναι λάθος αν το κάνεις αυτό γιατί έτσι δε θα διορθώσεις το λάθος, αν υπάρχει. Δε λέω να βάλεις, σώνει και καλά τον εαυτό σου στον τοίχο και να αρχίσεις να τον πυροβολείς και να τον μαστιγώνεις αλλά μπορείς να σταθείς απέναντι και να πεις: «α! εδώ δεν το έκανα καλά αυτό» ή «δεν έπρεπε να πάρω αυτόν τον συνεργάτη».

– Η Αμερική πώς προέκυψε;

Πριν ασχοληθώ με την υποκριτική, επειδή ήξερα ότι ο πατέρας μου δεν ήθελε, αποφάσισα να πάω στην Αμερική και να σπουδάσω Οικονομικά. Είχα σκοπό να τα συνδυάσω. Τελικά δεν έγινε τίποτα απ’ αυτά στην Αμερική. Αναγκάστηκα να γυρίσω και πήρα εδώ την απόφαση να πάω σε δραματική σχολή και να αφήσω τα Οικονομικά.

NEWSBEAST Source

LIFESTYLE

Αλήθεια τώρα, ποιος στα νιάτα του δεν έβλεπε ελληνικές βιντεοκασέτες (ή βιντεοταινίες); Εκείνες, που στη δεκαετία του ’80 έκαναν θραύση, γυρίζονταν σωρηδόν και φιγούραραν μπροστά-μπροστά στις προθήκες των βίντεο κλαμπ, που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια σε κάθε γειτονιά;

Άλλωστε, σε πολλά ελληνικά σπίτια την εποχή εκείνη, το να νοικιάζεις βιντεοκασέτα και να την βλέπετε οικογενειακώς τα σαββατόβραδα ήταν κάτι σαν παράδοση, σαν… ιεροτελεστία. Και κάπως έτσι τα χρόνια εκείνα μπήκαν στη ζωή μας και μας έκαναν και γελάσαμε (αν και σήμερα δεν γελάμε με τον ίδιο τρόπο όταν τους βλέπουμε στην τηλεόραση) ο «Μπίλιας», ο «Ταμτάκος» και τα άλλα παιδιά.

Οι βιντεοκασέτες έκαναν το μεγάλο μπαμ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και δεν είναι υπερβολή αν πεις πως γυρίζονταν με το… τσουβάλι. Οι, δε, τίτλοι τους… ευφάνταστοι «Ο Παπασούζας», «Ο πάτερ Γκομένιος», « Το καθιστό βουβάλι και οι τηλεζουλού», «Ακάκιε τα μανούλια να είναι φίνα», «Και πετάει και πηδάει», «Η μεγάλη των γάτων σχολή», «Ματάκιας και βρωμόστομος» και πάει λέγοντας.

Στις βιντεοκασέτες ελάχιστα ήταν τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου που έπαιζαν σε αυτές. Ο, δε, Σωτήρης Μουστάκας, αυθεντική κωμική φλέβα, αν και γύρισε αρκετές (και τον έμαθε ο περισσότερος κόσμος μέσα από αυτές), κατάφερε να διασωθεί λόγω του μεγάλου του ταλέντου και της ικανότητάς του να μεταμορφώνεται σε κάθε ρόλο και να ξεχωρίζει.

Επίσης, αν και οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους πως ο Στάθης Ψάλτης είναι ο «βασιλιάς της βιντεοκασέτας», στην πραγματικότητα ο αξέχαστος ηθοποιός δεν έπαιξε σε καμία. Όπως και να έχει, την περίοδο εκείνη αρκετοί από τους πρωταγωνιστές έγιναν τα «αστέρια» της εποχής και οι αφίσες τους στόλιζαν ακόμα και τα κοριτσίστικα δωμάτια ή τα εφηβικά δωμάτια των αγοριών.

Κάποιοι από αυτούς, με το τέλος της «εποχής του λαμέ και της βάτας» και την είσοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης, συνέχισαν στη νέα πραγματικότητα με επιτυχία. Και άλλοι, αποσύρθηκαν ή χάθηκαν από τα φώτα της δημοσιότητας. Ας δούμε παρακάτω κάποια από τα αστέρια της βιντεοκασέτας και τι έκαναν μετά το τέλος εκείνης της μόδας.

Πάνος Μιχαλόπουλος

Ο γόης της δεκαετίας του ’80, είχε κάνει πολλές γυναίκες να τον ερωτευτούν. Ο Πάνος Μιχαλόπουλος έπαιξε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, ενώ έκανε και κάποιες βιντεοταινίες, με χαρακτηριστικές το «Η μεγάλη των γάτων σχολή», «Πρωτάρη μου ας πρόσεχες» κ.α.

Μελαχρινός, αρρενωπός και με αδυναμία στις μηχανές, ο Μιχαλόπουλος συνδέθηκε με το «άγριο νιάτο» της εποχής. Ο ερχομός της ιδιωτικής τηλεόρασης σήμανε για εκείνον και μία νέα εποχή στην καριέρα του, καθώς πρωταγωνίστησε σε τηλεοπτικές σειρές που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.

Τα τελευταία χρόνια ο ηθοποιός έχει αποσυρθεί τόσο από τα καλλιτεχνικά δρώμενα, όσο και από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι, δε, εμφανίσεις του είναι σπάνιες κι επιλεκτικές.

Παύλος Ευαγγελόπουλος

Ο άλλος γόης της εποχής με πολλές θαυμάστριες. Ο Παύλος Ευαγγελόπουλος στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έπαιξε στις τηλεοπτικές σειρές «Τα καθημερινά» και τα «Λιονταράκια του κυρ Ηλία». Αλλά πρωταγωνίστησε και εκείνος σε βιντεοκασέτες, όπως «Μαντόνα για πάντα», «Και πετάει και πηδάει».

Ο ερχομός της ιδιωτικής τηλεόρασης άνοιξε και για εκείνον ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα του. Πρωταγωνίστησε στο θρυλικό πια «Ρετιρέ», αλλά και αργότερα πάλι στη σειρά του Mega, «Οι Μικρομεσαίοι». Ήταν παρουσιαστής σε τηλεπαιχνίδι, ενώ πρωταγωνίστησε και σε άλλες πετυχημένες σειρές.

Το 2004 εμφανίσθηκε στην κωμική σειρά «Νταντά» και για τα επόμενα 13 χρόνια απείχε από τα τηλεοπτικά πράγματα. Επέστρεψε μέσα από τη σειρά του Alpha «Έλα στη θέση μου» με μεγάλη επίσης επιτυχία.

Όσο για την εποχή της βιντεοταινίας σε πρόσφατη δήλωσή του είχε παραδεχθεί: «Πολύς κόσμος κατέκρινε και εξακολουθεί να κατακρίνει τις βιντεοκασέτες σαν low budget, εύκολες και πρόχειρες δουλειές. Έχει μια αλήθεια αυτό».

Σταμάτης Γαρδέλης

Το απόλυτο είδωλο της εποχής. Οι αφίσες του Σταμάτη Γαρδέλη κοσμούσαν τους τοίχους των κοριτσίστικων δωματίων. Είχε το ιδανικό πρόσωπο για να «κλέψει» την καρδιά των γυναικών, ήταν το γλυκό αγόρι που τραγουδούσε με την κιθάρα του «Με λένε Αλέξη, σε λένε Σοφία», αλλά και το «τσογλάνι» με τις μηχανές.

Ο Σταμάτης Γαρδέλης το 1986 έκανε ένα πέρασμα από την ταινία «Μελισσοκόμος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου το 1986, όμως, έκανε και βιντεοκασέτες. Όχι πολλές, όπως «Πρωτάρης στον έρωτα», «Δυο κορίτσια στο κρεβάτι μου».

Μάλιστα, πριν λίγα χρόνια ο ίδιος είχε δηλώσει: «Έκανα έξι βιντεοκασέτες και το μετάνιωσα. Θα μπορούσα να κάνω… 666. Υπήρχαν πάρα πολλά λεφτά. Το σταμάτησα γιατί με έπιαναν κάτι χαζομάρες, ανησυχίες περί θεάτρου».

Στην ιδιωτική τηλεόραση έπαιξε στη Λάμψη του Νίκου Φώσκολου, ενώ επέστρεψε τηλεοπτικά μέσα από το Dancing with the Stars και Your face Sounds Familiar. Ο Σταμάτης Γαρδέλης ασχολήθηκε και συνεχίζει να ασχολείται κυρίως με το θέατρο.

Στηβ Ντούζος

Ο «Μπίλιας» των νεανικών μας χρόνων, του «Ρόδα, Τσάντα και κοπάνα», που όμως, είναι κινηματογραφική ταινία. Ο Στηβ Ντούζος ήταν ο αγαπημένος της νεολαίας, ο κολλητός που όλοι θα ήθελαν. Και αυτός συνέδεσε το όνομά του με τις βιντεοκασέτες, πρωταγωνιστώντας σε αρκετές από αυτές, όπως «Τρελές διακοπές του θηριοτροφείου», «Κομμάντος και βλήματα».

Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε σοβαρά θέματα υγείας, ενώ το 2010 επέστρεψε με το ριμέικ της θρυλικής «Ρόδας, τσάντας και κοπάνας». Μάλιστα, λόγω των προβλημάτων υγείας έχει χάσει πολλά κιλά.

Μιχάλης Μόσιος

Ο θρυλικός τσιγγάνος της βιντεοκασέτας. Ο ηθοποιός ήταν εκείνος που έπλασε τον χαρακτήρα του «Ταμτάκου» και γνώρισε τεράστια επιτυχία την εποχή εκείνη. Ο Μιχάλης Μοσιος είχε αναφερθεί στο ρόλο αυτό, όπου παραδέχτηκε ότι εγκλωβίστηκε σε αυτόν και δεν έπαιξε ρόλους στο θέατρο, που θα ήθελε, ενώ τον φώναζαν για να παίζει μόνο τον Ταμτάκο. Μάλιστα, έχει παραδεχτεί πως βίωσε τον ρατσισμό, λόγω της βιντεοκασέτας.

Ο ηθοποιός δεν έπαιξε τα επόμενα χρόνια σε κάποια τηλεοπτική σειρά, καθώς δεν δέχτηκε πρόταση. Ασχολήθηκε με το θέατρο και πέρυσι επέστρεψε σε αυτό.

Καίτη Φίνου

Χωρίς αμφιβολία, η ωραία της δεκαετίας του ’80. Αποτέλεσε το απόλυτο κινηματογραφικό ζευγάρι με τον Στάθη Ψάλτη (ήταν και στη ζωή για 5 χρόνια) και μοιραία επαγγελματικά το όνομά της συνδέθηκε με τον αξέχαστο ηθοποιό. Η Καίτη Φίνου έπαιξε σε κάποιες βιντεοταινίες, ενώ την εποχή εκείνη έκανε και πολλές θεατρικές παραστάσεις.

Τα επόμενα χρόνια απουσίασε από τα καλλιτεχνικά δρώμενα και όπως η ίδια έχει εξομολογηθεί για τα προς τα ζην πουλούσε ακόμα και βιβλία. Τηλεοπτικά επέστρεψε μέσα από το «Κόκκινο δωμάτιο», ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολείται με το θέατρο.

Σοφία Αλιμπέρτη

Μαζί με τον Σταμάτη Γαρδέλη αποτέλεσαν τα αγαπημένα είδωλα της νεολαίας. Έπαιξε στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, έκανε και βιντεοκασέτες, όπως «Ο πρωτάρης και η κούκλα». Ο ερχομός της ιδιωτικής τηλεόρασης άνοιξε νέους δρόμους για τη Σοφία Αλιμπέρτη.

Πρωταγωνίστησε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές, ενώ έκανε με μεγάλη επιτυχία στροφή και στην παρουσίαση πρωινών και μεσημεριανών εκπομπών, αποτελώντας ένα από τα δυνατά «χαρτιά» της τηλεόρασης.
Τα τελευταία χρόνια έχει αποσυρθεί και περνά τον περισσότερο καιρό στην Πάρο.

Βίνα Ασίκη

Το απόλυτο sex symbol της δεκαετίας του ’80. Το απόλυτο θηλυκό. Ο λόγος για την Βίνα Ασίκη, η οποία τη δεκαετία του ’80 μεσουράνησε κινηματογραφικά, αλλά και μέσα από τη συμμετοχή της σε βιντεοταινίες. Μάλιστα, οι περισσότεροι τη θυμούνται ως καθηγήτρια στο Ρόδα, τσάντα και κοπάνα, που όμως ήταν κινηματογραφική ταινία, αλλά και στις βιντεοταινίες με τον Ταμτάκο.

Η Βίνα Ασίκη εκτός από ηθοποιός είναι και χορεύτρια και μετά το τέλος της εποχής εκείνης, αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τον χορό.

Ισμήνη Καλέση

Υπήρξε η σεξοβόμβα της δεκαετίας του ’80. Πληθωρική, όμορφη με ξανθές μπούκλες. Ο λόγος για την Ισμήνη Καλέση βεβαίως, η οποία έπαιξε σε βιντεοταινίες σε πιο ανάλαφρους ρόλους, ενώ την ίδια στιγμή στο θέατρο υποδυόταν ακόμα και κλασικούς.

Όταν εμφανίσθηκε στο «Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα 2» έγινε η… αφορμή για να δημιουργηθούν δύο στρατόπεδα: από το ένα οι θαυμαστές της Καλέση και από το άλλο οι θαυμαστές της Ασίκη, που επίσης πρωταγωνίστησε στην ταινία.

Το 1988 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της, φωτογραφήθηκε για εξώφυλλο του Playboy, κάνοντας πάταγο.

Τα επόμενα χρόνια η ηθοποιός αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ έκανε μία γκεστ εμφάνιση στη σειρά του Alpha, «Το σόι σου».

NEWSBEAST Source