ΓΕΝΙΚΕΣ

Σε νέο ρεκόρ 8,9% αυξήθηκε ο τιμάριθμος λιανικής στη Βρετανία τον Μάρτιο σε ετήσια βάση έναντι 8,4% τον Φεβρουάριο, ενώ αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο ενόψει του Πάσχα.

Σύμφωνα με τον δείκτη British Retail Consortium (BRC)-NielsenIQ, ο πληθωρισμός των τροφίμων επιταχύνθηκε στο 15,0% τον Μάρτιο, από 14,5% τον Φεβρουάριο. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού στην κατηγορία των τροφίμων που έχει καταγραφεί.

Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός σε προϊόντα εκτός των τροφίμων στη λιανική έφτασε επίσης σε νέο ρεκόρ 5,9%, από 5,3% τον Φεβρουάριο.

Έπεται συνέχεια

Παρά τις υψηλές τιμές ρεκόρ, η BRC έχει προειδοποιήσει ότι ο πληθωρισμός λιανικής δεν έχει ακόμη κορυφωθεί.

«Οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων πιθανότατα θα υποχωρήσουν τους επόμενους μήνες, ιδιαίτερα καθώς εισερχόμαστε στην αναπτυξιακή περίοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά ο ευρύτερος πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει υψηλός», δήλωσε η Helen Dickinson, διευθύνουσα σύμβουλος της BRC.

«Ο πληθωρισμός των τιμών των καταστημάτων δεν έχει ακόμη κορυφωθεί. Καθώς πλησιάζει το Πάσχα, το αυξανόμενο κόστος της ζάχαρης σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος παραγωγής άφησαν ορισμένους πελάτες με “πικρή γεύση”, καθώς οι αυξήσεις των τιμών για τη σοκολάτα, τα γλυκά και τα ανθρακούχα ποτά αυξήθηκαν τον Μάρτιο», πρόσθεσε.

Την περασμένη εβδομάδα η στατιστική αρχή της χώρας ανακοίνωσε ότι ο πληθωρισμός στη Βρετανία εκτοξεύτηκε απροσδόκητα από 10,1% τον Ιανουάριο σε 10,4% τον Φεβρουάριο, καθώς οι ελλείψεις λαχανικών ώθησαν τις τιμές των τροφίμων στο υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 45 ετών.

«Οι τιμές των φρούτων και των λαχανικών αυξήθηκαν επίσης καθώς η κακή σοδειά στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική επιδείνωσε τη διαθεσιμότητα και οι εισαγωγές έγιναν πιο ακριβές λόγω της εξασθένησης της λίρας. Κάποιες προσφορές ήταν διαθέσιμες σε είδη εκτός τροφίμων, όπως είδη οικιακής ψυχαγωγίας και ηλεκτρικές συσκευές», είπε η Dickinson.

The post Βρετανία: Καλπάζει η ακρίβεια – Ρεκόρ για τον τιμάριθμο που σκαρφάλωσε στο 8,9% first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Οι Γάλλοι ζουν εδώ καιρό μια νέα κοινωνική εξέγερση στους δρόμους κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης που φέρει την προεδρική σφραγίδα του Εμμανουέλ Μακρόν.Στο βάθος φυσικά ξεπροβάλλουν κι άλλα ζητήματα: η γενική δυσαρέσκεια στη Γαλλία για τη βαθιά κοινωνική και μισθολογική ανισότητα, τον πληθωρισμό, τα εργασιακά δικαιώματα. Οι Γάλλοι όμως έχουν μακρά παράδοση στις κοινωνικές διεκδικήσεις των δρόμων πετυχαίνοντας συχνά να ασκήσουν πραγματική πίεση στην πολιτική εξουσία και τους εργοδότες.

Η Γερμανία από την άλλη πλευρά δεν έχει μακρά ιστορία στις μαζικές, συντονισμένες απεργίες και μάλιστα σε όλη τη γερμανική επικράτεια. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Χανς Μπέκλερ που πρόσκειται στα γερμανικά συνδικάτα, την οποία αναπαράγει και η γερμανική ραδιοφωνία DLF, o αριθμός των εργάσιμων ημερών που χάνονται ετησίως στη Γερμανία είναι κατά πολύ χαμηλότερος σε σχέση με τις εργάσιμες που χάνονται στη γειτονική Γαλλία αλλά και το Βέλγιο: 97 στο Βέλγιο, 93 στη Γαλλία και μόλις 18 στη Γερμανία.

Οι λόγοι που διαφοροποιούν τη συχνότητα προσφυγής στην απεργία ως μέσο άσκησης πίεσης σε αυτές τις χώρες είναι πολλοί και έχουν να κάνουν τόσο με το νομοθετικό πλαίσιο και τη νομολογία που ρυθμίζει τους όρους της απεργίας σε κάθε χώρα, όσο και με την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική παράδοση της απεργίας ως μέσου πίεσης για επίτευξη συγκεκριμένων διεκδικήσεων.

«Ύστατη επιλογή» η καταφυγή στην παγγερμανική απεργία

Προβλήματα παρουσιάστηκαν ήδη από την Κυριακή - Αεροδρόμιο Μονάχου
Προβλήματα παρουσιάστηκαν ήδη από την Κυριακή στο αεροδρόμιο του Μονάχου

H παγγερμανική απεργία σε όλα τα τρένα, σε διεθνή και περιφερειακά γερμανικά αεροδρόμια, στο σύνολο των τοπικών μέσων μαζικής μεταφοράς αλλά και σε λιμάνια και μεγάλους γερμανικούς αυτοκινητοδρόμους θεωρείται ήδη ιστορικών διαστάσεων για γερμανικά δεδομένα, καθώς επίσης προάγγελος νέων μαζικών κινητοποιήσεων.

Εδώ και καιρό τα αιτήματα μεγάλων γερμανικών συνδικάτων, όπως του Verdi που εκπροσωπεί περίπου 2,5 εκατομμύρια εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή του ισχυρού συνδικάτου των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους EVG, δεν έχουν ικανοποιηθεί. Ζητούν νέα συλλογική σύμβαση εργασίας και άμεση αύξηση στους μισθούς κατά 500 ευρώ μηνιαίως με επιπλέον εφάπαξ επιδόματα ύψους 2.500 ευρώ για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Μέχρι στιγμής οι διαπραγμεύσεις δεν έχουν ευοδωθεί. Η πλευρά των εργοδοτών συνεχίζει να θεωρεί παράλογες και υπερβολικές τις διεκδικήσεις των συνδικάτων.

Με τον πληθωρισμό όμως να κινείται ήδη στο 8,7% και τις πρόσφατες εκτιμήσεις των «Πέντε Σοφών» της Γερμανικής Οικονομίας να κάνουν λόγο για πληθωρισμό πάνω από 6% στο τέλος του 2023, τα γερμανικά συνδικάτα φαίνεται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα από την άσκηση πίεσης μέσω προειδοποιητικών στάσεων εργασίας. «Πρέπει να σταλεί ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα με αυτή την απεργία» ανέφερε ο επικεφαλής του συνδικάτου Verdi Φρανκ Βάρνεκε, ενώ η αντιπρόεδρος του συνδικάτου EVG, Κόσιμα Ίνγκεσαϊ, αναφέρει πως η καταφυγή στην παγγερμανική απεργία «είναι η ύστατη επιλογή».

Πόσο όμως μοιάζει η γερμανική με τη γαλλική περίπτωση; «Στη Γερμανία οι αρμόδιες συνδικαλιστικές οργανώσεις καλούν σε απεργία μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ελπίζοντας να καταλήξουν σε μια συλλογική σύμβαση εργασίας όσο το δυνατόν γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα» αναφέρει στο Δίκτυο RND o καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κάσελ Βόλφγκαντ Σρέντερ, επί χρόνια μέλος του επίσης ισχυρού συνδικάτου IG-Metall.

Για τον ίδιο «η παγγερμανική απεργία δεν επιδιώκει πολιτικούς στόχους, αλλά έχει ως σκοπό να οδηγήσει τελικά στη σύναψη συλλογικής σύμβασης» σημειώντας ότι «όποιος παραλληλίζει την κατάσταση με τη Γαλλία, δεν έχει ακόμη καταλάβει πώς λειτουργεί η διαπραγματευτική δημοκρατία στη Γερμανία, η οποία βασίζεται στις διαβουλεύσεις μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών εταίρων».

Δήμητρα Κυρανούδη, Βερολίνο

ΠΗΓΗ: Deutsche Welle

The post Η Γερμανία στον δρόμο που χαράζει η Γαλλία; first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Οι συντονισμένες προσπάθειες για τη διάσωση τραπεζών αποτελούν δίκοπο μαχαίρι για τια κεφαλαιαγορές. Από τη μία πλευρά η κρατική παρέμβαση αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των καταθετών ή τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος της. Από την άλλη πλευρά μία παρέμβαση είναι η καλύτερη απόδειξη ότι πράγματι «υπάρχει πρόβλημα». Και μάλιστα τεράστιο. Αυτό συνέβη και στην Ελβετία με την τράπεζα Credit Suisse, το δεύτερο σε μέγεθος πιστωτικό ίδρυμα της χώρας. Μετά από πυρετώδεις διαβουλεύσεις το περασμένο Σαββατοκύριακο, όλοι οι εμπλεκόμενοι συμφώνησαν ότι η καλύτερη λύση για την αποκατάσταση εμπιστοσύνης είναι η εξαγορά της Credit Suisse από το «αντίπαλον δέος», την UBS, έναντι τριών δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων.

Τέλος στην αγωνία για το μέλλον της Credit Suisse; Προσωρινά μόνον. Στις αρχές της εβδομάδας όλες οι τραπεζικές μετοχές στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης κατέγραφαν πτώση έως 10%, ωσάν να είχε μεταδοθεί στην Ευρώπη η νευρικότητα του δείκτη Nikkei στο Τόκιο και άλλων ασιατικών χρηματαγορών. Και όλα αυτά μετά την προπερασμένη «μαύρη εβδομάδα» στη Φρανκφούρτη, όταν ο δείκτης DAX υποχωρούσε κατά 4%, καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση από τον Ιούνιο του 2022. Τις επόμενες ημέρες ωστόσο επήλθε σχετική ηρεμία, με τις τραπεζικές μετοχές να αναπληρώνουν απώλειες. Όμως η νευρικότητα παραμένει, όπως δείχνει τώρα και η περίπτωση της Deutsche Bank.

«Whatever it takes» αλά ελβετικά

Το αντίτιμο για την προσωρινή ηρεμία είναι υψηλό, καθώς η κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) απλώνει δίχτυ ασφαλείας για τον τραπεζικό «γάμο ελεφάντων» και προσφέρει εγγυήσεις ρευστότητας που φτάνουν τα 200 δισεκατομμύρια φράγκα. «Whatever it takes» αλά ελβετικά. Η ίδια η UBS αναλαμβάνει την κάλυψη απωλειών μόνο μέχρι του ποσού των πέντε δισεκατομμυρίων. «Από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες φαίνεται ότι η Credit Suisse εμφάνιζε τις περισσότερες αδυναμίες», σημειώνει ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χόενχαϊμ. Τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όσο και η αμερικανική FED χαιρέτισαν την παρέμβαση της Βέρνης, την οποία ερμηνεύουν ως εγγύηση ρευστότητας για τις ελβετικές τράπεζες.

Αυτό δεν σημαίνει ότι EKT και FED παραμένουν απαθείς. Αντιθέτως, το περασμένο Σαββατοκύριακο κατέβαλαν συντονισμένες προσπάθειες για να διευκολύνουν περαιτέρω τραπεζικές συναλλαγές σε δολάρια, ώστε σύντομα να επανέλθει ηρεμία στις κεφαλαιαγορές. Ήταν προφανής η ανάγκη για μία νέα παρέμβαση. Οι διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων στο όνομα της καταπολέμησης του πληθωρισμού είχαν μειώσει τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, ενώ στη Silicon Valley επενδυτές πουλούσαν μετοχές με απώλειες, οι οποίες τελικά οδήγησαν στην κατάρρευση της Silicon Valley Bank και μάλλον επιτάχυναν εξελίξεις στην ούτως ή άλλως παραπαίουσα Credit Suisse.

Νέος τραπεζικός κολοσσός-μονοπώλιο

Τα τελευταία χρόνια η ελβετική τράπεζα είχε βρεθεί συχνά στο επίκεντρο για λανθασμένες αποφάσεις των διοικήσεών της, αλλά και για σκάνδαλα πάσης φύσεως, με αποτέλεσμα να υποχωρούν οι μετοχές και – το χειρότερο – να φυλλορροούν οι καταθέσεις. Μόνο το 2022 τα κεφάλαια που «αποχαιρέτησαν» την Credit Suisse ανήλθαν στο ποσό των 123 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων. Εύλογος στόχος για όλους όσους συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις του Σαββατοκύριακου ήταν να βρεθεί λύση, που θα απέτρεπε την ανεξέλεγκτη πτώχευση της συστημικής Credit Suisse, η οποία είναι απλώς «too big to fail». Ήταν διάχυτος ο φόβος ότι μία ανεξέλεγκτη χρεωκοπία της Credit Suisse θα συμπαρέσυρε άλλες επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου, προκαλώντας νέα κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες.

Ο ελβετικός «γάμος ελεφάντων» ήταν και η μεγαλύτερη συγχώνευση στον κλάδο από την εποχή του 2007/2008, όταν τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου της αμερικανικής Lehman Brothers πυροδοτούσαν κρίση διεθνούς εμβέλειας. Τώρα εμφανίζεται στην Ελβετία ένας τραπεζικός κολοσσός που επιβάλλει σχεδόν μονοπωλιακό καθεστώς στις τραπεζικές υπηρεσίες. Για τον Γκέρχαρντ Σλινκ, από την πρωτοβουλία πολιτών Finanzwende, που αντιμετωπίζει με κριτική διάθεση τη διάσωση τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων, «το δίδαγμα του 2008 είναι ότι οι τράπεζες με υπερβολικό μέγεθος δεν είναι σώφρων επιλογή. Και όμως, με τη συγχώνευση των δύο μεγάλων και ήδη συστημικών τραπεζών, εμφανίζεται τώρα ένας ακόμη μεγαλύτερος ‘παίκτης’ στην αγορά, ο οποίος θα έχει ακόμη πιο σοβαρούς λόγους να θεωρείται too big to fail. Δεν είναι βιώσιμη αυτή η λύση…»

Μίσα Έρχαρντ

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

Πηγή: DW

The post «Γάμος ελεφάντων» UBS-Credit Suisse – Είναι η λύση του προβλήματος; first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, Ινιάτσιο Βίσκο, μιλώντας σήμερα ενώπιον της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων της ιταλικής βουλής τόνισε ότι «η τραπεζική κρίση των τελευταίων ημερών ήταν ένα “καμπανάκι” που χτύπησε και για την Ευρώπη».

«Σε περίπτωση τραπεζικής κρίσης στην Ευρώπη, δεν υπάρχουν εργαλεία για άμεση παρέμβαση, όπως συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες», πρόσθεσε ο Βίσκο.

«Το σημαντικότερο μάθημα των περασμένων ημερών είναι ότι το σύστημα ελέγχου και επιτήρησης μπορεί να παρουσίασε κάποια προβλήματα, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες οι αναγκαίες παρεμβάσεις γίνονται άμεσα. Κάτι που είναι, σίγουρα, ζωτικής σημασίας. Πιστεύω ότι αν εμείς στην Ευρώπη αντιμετωπίζαμε μια τέτοια κρίση, δεν θα υπήρχε κάτι ανάλογο για τις μικρές και μεσαίες τράπεζες», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας.

Σε ό,τι αφορά το μέλλον της δημοσιονομικής κατάστασης της Ιταλίας και της Ευρώπης, ο Ινιάτσιο Βίσκο δήλωσε ότι δεν μπορεί να κάνει μακροπρόθεσμες προβλέψεις, αλλά πως «θεωρεί ότι αν η τιμή του φυσικού αερίου παραμείνει στα τωρινά επίπεδα, τα πράγματα -και για τον πληθωρισμό- θα ακολουθήσουν τη σωστή κατεύθυνση».

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

The post Διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας: «Η τραπεζική κρίση ήταν ένα καμπανάκι που χτύπησε και για την Ευρώπη» first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Ωστόσο καμία από τις δύο τράπεζες δεν δέχθηκε να σχολιάσει τις πληροφορίες.

Η UBS θα καταβάλλει περισσότερα από 0,50 φράγκα για κάθε μετοχή της Credit Suisse, τιμή πολύ χαμηλότερη από αυτή στην οποία έκλεισαν οι μετοχές της τράπεζες την Παρασκευή (1,86 φράγκα), σύμφωνα πάντα με τους Financial Times.

Η εφημερίδα, επικαλούμενη δύο πρόσωπα που έχουν γνώση της υπόθεσης, ανέφερε επίσης ότι η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας συμφώνησε να προσφέρει γραμμή ρευστότητας ύψους 100 δισεκ. δολαρίων στην Credit Suisse στο πλαίσιο της συμφωνίας.

Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, η UBS, πιέζεται από τις αρχές να οριστικοποιήσει οπωσδήποτε σήμερα την εξαγορά της ανταγωνίστριάς της Credit Suisse με την ελπίδα να αποφευχθούν μια κατάρρευση και ένα μεταδοτικό κύμα πανικού στις αγορές αύριο, Δευτέρα.

Πρόσωπο που έχει γνώση των συνομιλιών είχε δηλώσει νωρίτερα στο Reuters ότι η UBS ζητούσε 6 δισεκ. δολάρια από την ελβετική κυβέρνηση προκειμένου να αγοράσει την αντίπαλό της.

Άλλη πηγή είχε σημειώσει ότι οι συνομιλίες για την εξαγορά της Credit Suisse αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια, ενώ πρόσθεσε ότι εφόσον ενωθούν οι δύο τράπεζες, ενδέχεται να καταργηθούν 10.000 θέσεις εργασίας. Η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Ελβετικών Τραπεζών έκανε σήμερα έκκληση για την άμεση δημιουργία μιας ομάδας κρούσης ώστε να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος να χαθούν θέσεις εργασίας στην Credit Suisse.

Η ελβετική κρατική ραδιοτηλεόραση SRF και άλλα μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν ότι η κυβέρνηση θα πραγματοποιήσει “μια σημαντική” συνέντευξη Τύπου αργότερα σήμερα, χωρίς να αναφερθούν σε περισσότερες λεπτομέρειες.

Οι μετοχές της Credit Suisse έχασαν το ένα τέταρτο της αξίας τους την προηγούμενη εβδομάδα. Η τράπεζα αναγκάστηκε να λάβει βοήθεια 54 δισεκ. δολαρίων από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας καθώς προσπαθεί να ανακάμψει από σκάνδαλα που έχουν πλήξει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των πελατών.

Νωρίτερα σήμερα το Bloomberg News έγραψε ότι η Credit Suisse απέρριψε προηγούμενη πρόταση να εξαγοραστεί από την UBS προς ένα δισεκ. δολάρια, γιατί θεώρησε ότι το ποσό είναι πολύ χαμηλό και ότι αυτό θα έπληττε τους μετόχους και τους εργαζόμενους στην τράπεζα που έχουν μετοχές στην εταιρεία οι οποίες θα πληρωθούν τελευταίες κατά σειρά μετά από μια πιθανή χρεοκοπία (deferred stock).

The post Financial Times: Η UBS συμφώνησε να εξαγοράσει την Credit Suisse για πάνω από 2 δισ. δολάρια first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

H Credit Suisse, μία από τις 30 μεγάλες τράπεζες στον κόσμο που θεωρούνται υπερβολικά σημαντικές για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν, έχει δύο ημέρες για να βρει μια φόρμουλα που θα της επιτρέψει να καθησυχάσει και να πείσει, πριν από το άνοιγμα, τη Δευτέρα, των αγορών και το φάσμα μιας νέας μαύρης εβδομάδας.

Χθες, Παρασκευή, το βράδυ, οι Financial Times ανέφεραν, επικαλούμενοι ανώνυμες πηγές, πως η UBS, η μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, βρίσκεται σε συνομιλίες για την πλήρη ή μερική εξαγορά της αντιπάλου της, με τις ευλογίες των ελβετικών ρυθμιστικών αρχών.

Η ελβετική κεντρική τράπεζα (BNS) «επιθυμεί μια απλή λύση πριν ανοίξουν οι αγορές τη Δευτέρα», διαβεβαιώνει η επιχειρηματική εφημερίδα, η οποία αναγνωρίζει πως δεν είναι βέβαιο ότι θα καταστεί δυνατό να βρεθεί μια συμφωνία.

Ούτε η Credit Suisse ούτε η BNS θέλησαν να σχολιάσουν στο Γαλλικό Πρακτορείο. Η UBS και η η ελβετική ρυθμιστική αρχή της χρηματαγοράς (Finma) δεν απάντησαν άμεσα σε αιτήματα για σχολιασμό.

Σίγουρα η Credit Suisse δεν είναι ακριβή. Έπειτα από μια μαύρη εβδομάδα στο Χρηματιστήριο, η οποία εξανάγκασε την κεντρική τράπεζα να δανείσει 50 δισεκ. ελβετικά φράγκα (50,4 δισεκ. ευρώ) για να δώσει μια ανάσα στη τράπεζα της Ζυρίχης και να καθησυχάσει τις αγορές, δεν άξιζε κατά το χθεσινοβραδινό κλείσιμο του χρηματιστηρίου παρά μόλις λίγο περισσότερο από 8 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα (8,1 δισεκ. ευρώ).

Όμως μια εξαγορά αυτού του μεγέθους είναι φοβερά περίπλοκη, πολύ περισσότερο που στην προκειμένη περίπτωση επείγει.

Και μολονότι οι δύο ρυθμιστικές αρχές υπογραμμίζουν πως «η Credit Suisse ικανοποιεί τις απαιτήσεις για το κεφάλαιο και τη ρευστότητα που επιβάλλονται στις τράπεζες συστημικής σημασίας», η άνοδος των ασφαλίστρων πιστωτικού κινδύνου της τράπεζας, των CDS (Credit default swaps), είναι μια ένδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης.

Εξαγορά, αλλά ποιού πράγματος; 

Η Credit Suisse πέρασε δύο χρόνια που σηματοδοτήθηκαν από σκάνδαλα, τα οποία αποκάλυψαν, καθ’ ομολογίαν μάλιστα της διεύθυνσης, «ουσιαστικές αδυναμίες» στον «εσωτερικό έλεγχό» της. Η Finma την είχε κατηγορήσει ότι «παρέλειψε τις υποχρεώσεις της για έλεγχο» στην υπόθεση της χρεοκοπίας της χρηματοοικονομικής εταιρείας Greensill, η οποία σηματοδότησε την αρχή των προβλημάτων.

Το 2022, η τράπεζα είχε καθαρή ζημιά 7,3 δισεκ. ελβετικά φράγκα, με φόντο μαζικές αναλήψεις χρημάτων από τους πελάτες της. Αναμένει και φέτος ότι θα έχει «σημαντική» ζημιά προ φόρων.

«Είναι μια τράπεζα που μοιάζει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναβάλει σε τάξη τον οίκο της», είχε σημειώσει ο Κρις Μποσάν, αναλυτής στην IG, σε σχόλιό του αυτή την εβδομάδα.

Όσο για την UBS, πέρασε χρόνια για να ανακάμψει αφού φλέρταρε με την καταστροφή στη διάρκεια της κρίσης του 2008. Και δεν είναι σίγουρο πως θα θελήσει να ξεκινήσει μια νέα αναδιάρθρωση τώρα που αρχίζει να δρέπει τους καρπούς των προσπαθειών της.

Το σενάριο της εξαγοράς της Credit Suisse από μια τράπεζα είχε επίσης αναφερθεί αυτή την εβδομάδα από τους αναλυτές της J.P. Morgan, «με την UBS ως εν δυνάμει επιλογή».

Με δεδομένο το βάρος μιας ένωσης, οι αναλυτές εκτιμούν πως ο ελβετικός κλάδος της Credit Suisse, ο οποίος περιλαμβάνει την τράπεζα λιανικής και τα δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα μπορούσε να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο ή να αποσχισθεί.

Αυτός θα ήταν επίσης ένας τρόπος για να αποφευχθούν μαζικές απολύσεις εργαζομένων στην Ελβετία εξαιτίας αναπόφευκτων επικαλύψεων δραστηριοτήτων.

Σύμφωνα με τους FT, θα μπορούσε τότε να παραχωρηθεί στην UBS ή σε κάποιον άλλο υποψήφιο μόνο η διαχείριση κεφαλαίων και περιουσιών.

Ένα άλλο εμπόδιο σε μια συγχώνευση είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, εκτιμά ένας πρώην επικεφαλής της Finma, ο Εζέν Αλτινέ, σε συνέντευξή του στον όμιλο CH Media. «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα έβλεπε αναμφίβολα σημαντικά εμπόδια επειδή τα δύο ιδρύματα έχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά», εξηγεί.

Πιο γρήγορα, πιο δυνατά 

Την Τετάρτη, με τη βοήθεια της κεντρικής τράπεζας, η Credit Suisse κέρδισε «πολύτιμο χρόνο», εκτιμούν οι αναλυτές της Morningstar, οι οποίοι κρίνουν εντούτοις πως η αναδιάρθρωσή της ήταν «υπερβολικά περίπλοκη» και δεν προχώρησε «αρκετά μακριά» ώστε να καθησυχάσει χρηματοδότες, πελάτες και μετόχους.

Προτείνουν μεταξύ άλλων να πουλήσει η Credit Suisse τη μεσιτική δραστηριότητα, από την οποία χάνει χρήματα.

Οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας J.P. Morgan εξετάζουν από την πλευρά τους μια ριζική επιλογή που έγκειται στο «να κλείσει εντελώς» τη δραστηριότητα της επενδυτικής τράπεζας.

Στα τέλη Οκτωβρίου, η Credit Suisse παρουσίαε ένα ευρύ σχέδιο αναδιάρθρωσης που περιλάμβανε την κατάργηση 9.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2025, δηλαδή πάνω από το 17% του εργατικού δυναμικού της.

Η τράπεζα, η οποία στα τέλη Οκτωβρίου απασχολούσε 52.000 εργαζομένους, επιδιώκει να επικεντρωθεί στις πιο σταθερές δραστηριότητές της και να μεταμορφώσει ριζικά την επιχειρηματική τράπεζά της.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

The post Ελβετία: Κρίσιμο σαββατοκύριακο για την Credit Suisse first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Στο 8,5% επιβεβαιώθηκε ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη τον Φεβρουάριο εν συγκρίσει με τον αντίστοιχο μήνα του 2022 μετά την τελική του ανάγνωση από την επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Eurostat.

Ο ρυθμός αυτός συνιστά οριακή επιβράδυνση σε σχέση με τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, καθώς ο δείκτης των τιμών καταναλωτή είχε διαμορφωθεί στο 8,6%.

Πώς η πτώση των τιμών ενέργειας «ρίχνει» τον πληθωρισμό [Πίνακες]

Συγκρινόμενος σε μηνιαία βάση με τον Ιανουάριο του 2023, ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 0,8%, από -0,8%, ποσοστό σύμφωνο με την προκαταρκτική ανάγνωση.

Υπενθυμίζεται ότι βάσει της μέτρησης της Eurostat, στην Ελλάδα ο πληθωρισμός τον περασμένο μήνα σε ετήσια βάση επιβραδύνθηκε στο 6,5% από 7,3% τον Ιανουάριο, ενώ σε μηνιαία βάση κατέγραψε ποσοστό ανόδου της τάξεως του 0,2%. Βάσει της μέτρησης της ΕΛΣΤΑΤ οι τιμές καταναλωτή στην Ελλάδα έτρεξαν με ρυθμό 6,1% τον Φεβρουάριο. Το 6,5% συνιστά το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των 27 χωρών-μελών της Ε.Ε.

Οι αυξήσεις κατά ομάδες προϊόντων

Οι τιμές των τροφίμων συνέχισαν να κινούνται ανοδικά και τον Φεβρουάριο καθώς αυξήθηκαν κατά 15%, όταν ένα μήνα νωρίτερα είχαν ενισχυθεί κατά 14,1%. Ο ρυθμός αυτός μετά από πολλούς μήνες είναι ο υψηλότερος από τις βασικές ομάδες, καθώς οι τιμές της ενέργειας σημείωσαν άνοδο τον περασμένο μήνα κατά 13,9% έναντι 18,9% τον Ιανουάριο.

Ποσοστό αύξησης της τάξεως του 6,8% από 6,7% τον Ιανουάριο κατέγραψαν οι τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών, ενώ οι τιμές του κλάδου των υπηρεσιών έτρεξαν με ρυθμό 4,8%, από 4,4%.

Οι «πρωταθλήτριες» και οι «προνομιούχες» χώρες

Στην Ουγγαρία καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση του πληθωρισμού σε ετήσια βάση τον περασμένο μήνα, με ποσοστό 25,8%. Ακολούθησαν Λετονία (20,1%), Τσεχία (18,4%), Εσθονία (17,8%), Λιθουανία και Πολωνία (με 17,2% έκαστη).

Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν σε Λουξεμβούργο (4,8%), Βέλγιο (5,4%), Ισπανία (6%), Ελλάδα (6,5%) και Κύπρος (6,7%).

Πηγή: OT.gr 

The post Eurostat: Στο 8,5% επιβεβαιώθηκε ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη τον Φεβρουάριο first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Όπως αναφέρει το έντυπο, « Η Silicon Valley Bank, με μετοχές 212 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έγινε ο μεγαλύτερος από το 2009 δανειστής που κατέρρευσε. Οι περισσότεροι καταθέτες της ανήκουν στο χώρο των νεοφυών τεχνολογικών εταρειών (startups) της Bay Area, των οποίων οι λογαριασμοί άνω των 250.000 δολαρίων είχαν εγγυητή το αμερικανικό κράτος».

«Αυτό που επακολούθησε αποκαλύπτει τις παθογένειες στην τραπεζική αρχιτεκτονική των Ηνωμένων Πολιτειών. Γιατί η τράπεζα λογικά είχε αρκετό κεφάλαιο ώστε να δώσει πίσω τα χρήματα στους καταθέτες, εάν βέβαια περίμεναν αρκετό χρόνο», αναφέρει το αρθρο και συνεχίζει:

Το 2018 και το 2019, το Κογκρέσο και οι ρυθμιστικές αρχές των τραπεζών υποβάθμισαν τόσο τον προγραμματισμό εξυγίανσης όσο και τους κανόνες ρευστότητας, ιδιαίτερα για τράπεζες με περιουσιακά στοιχεία 100-250 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δεν υπήρξαν ποτέ σχέδια διάσωσης (bail-in) για τράπεζες μεγέθους Silicon Valley. Αντίθετα, η τράπεζα προσπάθησε για λίγο την περασμένη εβδομάδα να ανακεφαλαιοποιηθεί μέσω μιας καταδικασμένης έκδοσης νέων μετοχών.

Στις 12 Μαρτίου τόσο η κυβέρνηση όσο και οι ρυθμιστικές αρχές έκριναν ότι η Silion Valley Bank είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει και εγγυήθηκαν τις καταθέσεις δείχνοντας ότι φοβούνται την απώλεια εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Όλες οι αμερικανικές τράπεζες θα έπρεπε να συνεισφέρουν δεχόμενες το τίμημα για την απερισκεψία ενός και μόνο ιδρύματος.

Στις 12 Μαρτίου οι ρυθμιστικές αρχές έκλεισαν και τη Signature Bank, την τρίτη τράπεζα που καταρρέει μέσα σε μία εβδομάδα μετά και τη Silvergate, που εκτεθειμένη και στα κρυπτονομίσματα κατέρρευσε στις 8 Μαρτίου.

Η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) ουσιαστικά επιδοτεί τους μετόχους των τραπεζών αντί να ακολουθεί στρατηγική κουρέματος που εγγυάται ρευστότητα για να αποζημιωθούν οι καταθέτες, αναφέρει ο Economist, επισημαίνοντας ότι:

«Η FED δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε φτάσει σε σημείο όπου χρειάζονταν τέτοιες έκτακτες παρεμβάσεις».

Oι ρυθμιστικές αρχές συνήθως προσπαθούν να επιλύσουν τις τράπεζες μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Ωστόσο, η φυγή των καταθετών ήταν τόσο μαζική που η Silicon Valley Bank έπρεπε να κλείσει ακόμη κι αν ήταν φερέγγυα και λάμβανε επείγουσα χρηματοδότηση από τη Fed. «Η πλήρης υποστήριξη των καταθέσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω απερισκεψία το τραπεζικό σύστημα» «Θα ενθάρρυνε τις τράπεζες να ποντάρουν σε πιο επικίνδυνα στοιχήματα».

Βασικός λόγος που η αποτυχία της Silicon Valley Bank ήταν τόσο χαοτική ήταν επειδή εξαιρέθηκε από πάρα πολλούς κανόνες που είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν αυτοσχέδιες διασώσεις τραπεζών. Μετά την οικονομική κρίση, ο νόμος Dodd-Frank της Αμερικής απαιτούσε από τις τράπεζες με περιουσιακά στοιχεία άνω των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων να ακολουθήσουν μια πληθώρα νέων κανόνων, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός σχεδίου για τη δική τους ομαλή επίλυση σε περίπτωση αποτυχίας, ενώ οι απώλειες μετακυλίονταν στους επενδυτές με ομαλό τρόπο.

Οι ρυθμιστικές αρχές σχεδίαζαν δηλαδή μια ταχεία ανακεφαλαιοποίηση των μεγαλύτερων τραπεζών μέσω της μετατροπής μέρους του χρέους τους σε ίδια κεφάλαια — ένα «bail-in», στην χρηματοοικονομική ορολογία. Επικίνδυνο, σύμφωνα με τον Economist είναι ότι η Fed, διαπιστώνοντας ότι η Sillicon Valley απειλείται εάν αυξηθούν τα επιτόκια, επιλέγει να χαλαρώσει μέτρα κατά του πληθωρισμού από φόβο ότι η «νομισματική σύσφιξη» θα προκαλέσει περισσότερες αποτυχίες. «Το σωστό συμπέρασμα από την κατάρρευση της Silicon Valley» Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τράπεζες που ήταν μεγάλες αλλά όχι τεράστιες είναι ανεπαρκές. Η δουλειά των υπευθύνων χάραξης πολιτικής τώρα είναι να διορθώσουν αυτήν την παράβλεψης που συνιστά απειλή για την οικονομία, καταλήγει το άρθρο.

The post Economist: «Μην κλαίτε για τη Silicon Valley Bank» first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Αναλυτές δήλωσαν πως πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό.

Πόσο σημαντική είναι η Credit Suisse;

Η τράπεζα συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων στον κόσμο διαχειριστών πλούτου και είναι μία από τις 30 τράπεζες που θεωρούνται παγκοσμίως συστημικά σημαντικές, των οποίων η κατάρρευση που θα μπορούσε να προκαλέσει κλυδωνισμούς σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Η Credit Suisse έχει μια τοπική ελβετική τράπεζα, καθώς και δραστηριότητες διαχείρισης πλούτου, επενδυτικής τραπεζικής και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Στα τέλη του 2021 απασχολούσε πάνω από 50.000 εργαζομένους και διαχειριζόταν περιουσιακά στοιχεία αξίας 1,6 τρισεκ. ελβετικών φράγκων. Διαθέτει πάνω από 150 γραφεία σε περίπου 50 χώρες.

Ποια γεγονότα οδήγησαν στην πρόσφατη «βουτιά» της μετοχής;

Μια σειρά από σκάνδαλα επί πολλά έτη, αλλαγές στην κορυφή της διοίκησης, ζημίες ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων και μια στρατηγική στερούμενη ενθουσιασμού είναι μεταξύ των παραγόντων που συνέβαλαν στη χαώδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει πλέον η ελβετική τράπεζα, που μετρά 167 χρόνια ζωής.

Το ξεπούλημα στις μετοχές της Credit Suisse ξεκίνησε το 2021 και πυροδοτήθηκε από ζημίες που σχετίζονταν με την κατάρρευση του επενδυτικού κεφαλαίου Archegos και της Greensill Capital.

Τον Ιανουάριο του 2022, ο Αντόνιο Όρτα-Οσόριο παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου επειδή παραβίασε τους κανόνες για την COVID-19, οκτώ μόλις μήνες αφού προσελήφθη για να αποκαταστήσει τα πράγματα στην τράπεζα που αντιμετώπιζε προβλήματα.

Τον Ιούλιο, ο νέος διευθύνων σύμβουλος και ειδικός σε αναδιαρθρώσεις, ο Ούλριχ Κέρνερ, παρουσίασε μια στρατηγική αναθεώρηση –αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει τους επενδυτές.

Οι αβάσιμες φήμες που κυκλοφόρησαν για επικείμενη κατάρρευση της τράπεζας το φθινόπωρο είχαν ως αποτέλεσμα πελάτες της να την εγκαταλείψουν.

Η Credit Suisse επιβεβαίωσε τον περασμένο μήνα ότι πελάτες είχαν αποσύρει κεφάλαια 110 δισεκ. ελβετικών φράγκων το τέταρτο τρίμηνο ενώ η τράπεζα υπέστη τη χειρότερη μετά τη χρηματοοικονομική κρίση ετήσια ζημία της ύψους 7,29 δισεκ. ελβετικών φράγκων. Χθες, η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας, ο βασικός υποστηρικτής της τράπεζας, δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι δεν μπορεί να δώσει άλλα χρήματα στη Credit Suisse, καθώς έχει ρυθμιστικούς περιορισμούς, ενώ ανέφερε ότι θεωρεί ικανοποιητικό το σχέδιο αναδιάρθρωσης της τράπεζας.

Η μετοχή της έχει χάσει 75% κατά το περασμένο έτος.

Τι βήματα μπορεί να κάνει η Credit Suisse για να καθησυχάσει τους επενδυτές;

Η Credit Suisse έχει πει ότι θα δανειστεί έως 50 δισεκ. ελβετικά φράγκα για να ενισχύσει τη ρευστότητα και την επενδυτική εμπιστοσύνη, αλλά κάποιοι αναλυτές πιστεύουν ότι αυτό πιθανόν να μην επαρκεί για να καθησυχάσει τους επενδυτές.

Η εξασφάλιση της στήριξης στρατηγικών επενδυτών θα μπορούσε να είναι μια επιλογή για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς. Μεταξύ των επενδυτών της βρίσκονται η Αρχή Επενδύσεων του Κατάρ και ο σαουδαραβικός όμιλος Oyalan Group.

Η αποεπένδυση από διάφορα περιουσιακά στοιχεία είναι μια επιλογή, καθώς η Credit Suisse κατέχει δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και ποσοστό στην SIX Group, την εταιρία που διαχειρίζεται το χρηματιστήριο της Ζυρίχης.

The post Credit Suisse: Πώς ένας από τους μεγαλύτερους διαχειριστές πλούτου παγκοσμίως οδηγήθηκε στην κρίση first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS