ΓΕΝΙΚΕΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ίσως είναι από τις λίγες φορές που οι εκλογολόγοι και οι πολιτικοί αναλυτές δυσκολεύονται να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσουν με ακρίβεια και ορθόδοξο τρόπο τα αριθμητικά δεδομένα των αποτελεσμάτων των εκλογών της 21ης Μαΐου. Κάποιοι μιλούν για εκλογικό πολιτικό σεισμό, για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού ή και για ανορθόδοξα κομματικά εκλογικά ποσοστά που η συμβατική πολιτική λογική αδυνατεί να τα ερμηνεύσει.

Ίσως είναι από τις σπάνιες φορές που οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί αδυνατούν να βρουν τα κατάλληλα επίθετα για να ορίσουν το μέγεθος της εκλογικής νίκης της ΝΔ. Συντριπτική νίκη, Φαραωνικά ποσοστά, Ακατανόητα μεγέθη, Θριαμβευτική επανεκλογή, Χαοτική διαφορά, Ισχυρό ράπισμα, Εκδικητική ψήφος, ΝΔ-λατρεία…

Οι δημοσκόποι – επί ματαίω – προσπαθούν να αιτιολογήσουν ή και να δικαιολογήσουν μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες πρόβλεψης εκλογικού αποτελέσματος. Χωρίς αιδώ επικαλούνται το φόβο που ένιωθαν από τυχόν λανθασμένη αξιολόγηση των ευρημάτων τους και το μπούλινγκ που δέχονταν από πολιτικά κόμματα για υποτίμηση της δύναμής τους. Στο τέλος αδίκησαν την αλήθεια, διέσυραν την επιστήμη, παραπληροφόρησαν και γιγάντωσαν (την έτσι κι αλλιώς) υπαρκτή δυσπιστία των πολιτών απέναντι στις δημοσκοπήσεις.

“Ευπρεπής θρήνος / κατέθλιβε τα πλήθη / Ίσως η πλάνη να είναι αιώνια αιώρα / που απειλεί τον ορθόδοξο λόγο” (Φώτης Κουβέλης, «Η συνθήκη των λόγων»).

Το μωσαϊκό των παραπάνω διαπιστώσεων συμπληρώνει και η διαδικτυακή οργή και ο θυμός των “χαμένων” των εκλογών. Οργή και θυμός που εκτοξεύονται επί δικαίων και αδίκων. Εγκαλούν εκείνους τους ψηφοφόρους που επέλεξαν τη ΝΔ ως κυβερνητική επιλογή και έμμεσα θέτουν το ζήτημα της απουσίας πολιτικής συνείδησης από ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος. Πολλές φορές, όμως, αυτή η οργή αγγίζει τα όρια της ύβρης προς όλους εκείνους που αγνόησαν τα αρνητικά της κυβέρνησης, έδωσαν συγχωροχάρτι στις θεσμικές παρεκτροπές της και θεώρησαν ως ήσσονος σημασίας το πρόβλημα της “εξωγενούς” ακρίβειας.

Τα πολιτικά ανορθόδοξα (στο επίπεδο των αναπάντεχων εκλογικών αποτελεσμάτων) των εκλογών μόνο με όρους ψυχολογίας και ψυχιατρικής μπορεί κάποιος να τα ερμηνεύσει και να καταλήξει σε λογικά συμπεράσματα. Όσο κι αν αυτό συνιστά παραδοξολογία και οξύμωρο σχήμα να προσπαθεί κανείς με λογικούς όρους να ερμηνεύσεις τα “παράλογα” των εκλογικών αποτελεσμάτων, δεν θα έβλαπτε μία ακόμη τέτοια απόπειρα στις πολλές που κατακλύζουν το διαδίκτυο.

Ωστόσο κι ενάντια στο περίσσευμα της οργής και το θυμό κάποιων και στις απαξιωτικές κρίσεις του (ενίοτε μέμφονται και τη χώρα τους) υπάρχουν και εκείνοι που σιωπούν χωρίς να μελαγχολούν, αν και αυτοί «Είχανε την ελπίδα / να πάρουνε στα χέρια τις γιoρτές» (Φώτης Κουβέλης ”Η συνθήκη των λόγων”)

Προβληματίζονται και στοχάζονται για τα ανεξήγητα χωρίς να ρίχνουν την ευθύνη στους άλλους. Οι πολίτες αυτοί πιστεύουν ακράδαντα πως τα πολιτικά δεδομένα είναι πάντα ευμετάβλητα και εύθραυστα και γι αυτό ετοιμάζονται για το επόμενο “χτύπημα” που θα επιφέρει την επιθυμητή γι αυτούς ανατροπή και θραύση του πολιτικού σκηνικού.

“Είναι επικίνδυνη η θραύση / και η σιωπή που κρύβεται στην θλίψη. / Το βράδυ έρχονται οι αποφάσεις / για τις επόμενες ημέρες”(Φώτης Κουβέλης» Η συνθήκη των λόγων»).

Μία απόπειρα ερμηνείας

Πολλοί είναι εκείνοι που ερμηνεύοντας τα εκλογικά αποτελέσματα μιλούν για μία τιμωρητική ψήφο. Το περίεργο σε αυτήν την ερμηνεία είναι ότι η τιμωρητική ψήφος δεν στόχευε στο κυβερνών κόμμα, όπως συνηθίζεται, αλλά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Λέγαμε παλιότερα πως ο λαός με την ψήφο του εκδήλωσε την οργή του για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Τώρα, όμως, αυτή η οργή στράφηκε εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ υπό το καθεστώς του φόβου επανόδου του στην εξουσία (βέβαια τα ευρήματα των exit polls μιλάνε για θετική ψήφο).

Όταν ο ενθουσιασμός και η απόλυτη αποδοχή των κυβερνητικών πεπραγμένων συνδυάζεται με την οργή και την καθολική απόρριψη του κόμματος που διεκδικεί την εξουσία στο όνομα της αλλαγής και της ανατροπής, τότε σημαίνει ή πως η κυβέρνηση έπεισε απόλυτα ή πως η αξιωματική αντιπολίτευση απογοήτευσε ή πως ο ψηφοφόρος στερείται πολιτικής σκέψης και εκφράζεται υπό την εξουσία του θυμικού-συναισθήματος.

Να, όμως, που και ο μακροπερίοδος λόγος αποδίδει από τη φύση του τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητα των πολιτικών δεδομένων που προέκυψαν από τα πολιτικά απίθανα των εκλογικών αποτελεσμάτων. Το μοναδικό και απροσδόκητο αυτό πολιτικό εκλογικό αποτέλεσμα, όσο κι ασυνήθιστο, γνωστό και ως double score, επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Ερμηνείες που πολλές φορές συγχέουν το νοηματικό και σημασιολογικό φορτίο των εννοιών: Άποψη, Γνώμη, Γνώση, Θέση, Κριτική. Κάπου εδώ χανόμαστε όλοι και εκφραζόμαστε με απολυτότητες, με δογματισμούς και λογικές βεβαιότητες. Ο λόγος του ποιητή είναι πάντα επίκαιρος:

“Πόσο με τη δράση σου βοήθησες ν’ ανατραπούν / ως πότε απόλυτα δεχόσουν τις μονολιθικές αλήθειες / πόσο αντιπάλεψες την κάθε φορά ακράδαντή σου πίστη / για πόσο φερόσουν σαν πιστός ενώ πια δεν πίστευες…” (Τίτος Πατρίκιος «Σε βρίσκει η ποίηση»)

Όσοι απορούν με τον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ και την εκλογική καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ αναζητούν την εξήγηση στην ανικανότητα πολλών ψηφοφόρων να γνωρίζουν και να σκέπτονται με ορθολογικό τρόπο. Ίσως είναι η πρώτη φορά που δεν ακούστηκε το γνωστό ο “σοφός λαός μίλησε”. Κι αυτό γιατί η μεν ΝΔ απέφυγε τους συνήθεις σε αυτές τις περιπτώσεις πανηγυρισμούς ενόψει των επαναληπτικών εκλογών.

Από την άλλη πλευρά οι οπαδοί των “χαμένων” κομμάτων μέμφονται όσους επέλεξαν τη ΝΔ επισημαίνοντας την έλλειψη πολιτικής φρόνησης και τη συναισθηματική ποδηγέτησή τους. Τους καταλογίζουν πολιτική αβελτηρία, κομματική τύφλωση και ιδεολογική αχρωματοψία. Και όλα αυτά γιατί πολλοί ψηφοφόροι συγχέουν την γνώμη με την γνώση και πως η πολιτική θέση –ψήφος πρέπει να είναι προϊόν της γνώσης και όχι της γνώμης και της συναισθηματικής προσέγγισης των πολιτικών δεδομένων.

Ωστόσο οι ερωτήσεις και οι ενστάσεις είναι πολλές κάθε φορά που προσπαθούμε να ορίσουμε το “πολιτικά ορθόν”, το “δημοκρατικά ηθικόν” και το “λογικά ορθόδοξον”. Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται από εκείνους που θίγονται από τις διαδικτυακές αιτιάσεις και ύβρεις των χαμένων είναι κι αυτό που σχετίζεται με το μέγεθος της διαφοράς μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων. Δηλαδή μία διαφορά της τάξης του 5-8 % θα ήταν λογικά και πολιτικά ορθή και ερμηνεύσιμη; Και ποιος νομιμοποιείται να αποφανθεί για το πολιτικά ορθόν αυτού του ποσοστού;

Η εκλογίκευση των σταθμίσεων και των δημοσκοπικών προβλέψεων οδήγησε στο Βατερλώ των δημοσκόπων. Τα λεγόμενα των δημοσκόπων «εμείς τη βλέπαμε αυτή τη χαοτική διαφορά αλλά από φόβο δεν την κοινοποιούσαμε» μόνο θλίψη μπορεί να σκορπά. Τελικά για το απρόβλεπτο double score φταίνε οι αναποφάσιστοι, η ανεξιχνίαστη ψήφος των νέων και η σιωπή των Ελλήνων ψηφοφόρων πριν τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Φαίνεται πως αυτές οι βουβές εκλογές είχαν πολλά θετικά και αρνητικά. Η τηλε-Οπτικοποίηση της πολιτικής και η αφωνία των πολιτών ίσως μπορεί να είναι το επόμενο – αν δεν είναι ήδη – το επόμενο πολιτικό σκηνικό της χώρας μας.

Ωστόσο, εκείνο που πρέπει να έχουμε ως οδηγό των πολιτικών μας κρίσεων είναι η γνώση και η αποδοχή κάποιων βασικών σταθερών της Δημοκρατίας μας. Στην Δημοκρατία, εδώ και χιλιάδες χρόνια, κυριαρχεί και νομιμοποιείται η γνώμη της πλειοψηφίας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως η πλειοψηφούσα θέση είναι και η λογικά ορθότερη. Γι αυτό και η δημοκρατία θέσπισε και κατοχύρωσε τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Οι «δισσοί λόγοι» των σοφιστών είναι πάντα επίκαιροι.

Επιμύθιον

Ως επιμύθιον όλων των παραπάνω και στο όνομα του σεβασμού του πολιτικού πολιτισμού που κατακτήσαμε ως χώρα, θα μπορούσε να δοθεί ο παρακάτω παράδοξος ορισμός της δημοκρατίας: “Δημοκρατία είναι εκείνο το πολίτευμα που η πλειοψηφία προετοιμάζει (και αγωνίζεται γι αυτό) το έδαφος για την μειοψηφία».

Με αυτά τα δεδομένα καταδεικνύεται τόσο ο σεβασμός της επιλογής της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων προς ένα συγκεκριμένο κόμμα, αλλά και το δικαίωμα της αυστηρής κριτικής της μειοψηφίας στις επιλογές της πλειοψηφίας. Ο αντιπολιτευτικός λόγος συνιστά το οξυγόνο της δημοκρατίας και της πολιτικής σκέψης.

Η χώρα μας, όπως και κάθε ευνομούμενη και δημοκρατική χώρα, έχει ανάγκη από μία ισχυρή και νομιμόφρονα κυβέρνηση αλλά και από μία αυστηρή, γόνιμη και δημιουργική αντιπολίτευση. Η πολιτική ισορροπία και αρμονία ακολουθεί πάντα την συμπαντική αρχή της εναντιοδρομίας, όπως τη διατύπωσε ο Ηράκλειτος με την «παλίντονο αρμονία» του (ενότητα των αντιθέτων).

Θα ήταν στοιχείο έκπτωσης της πολιτικής και αλλοίωσης της δημοκρατίας αν οι επόμενες εκλογές είναι ένας αγώνας για το ποιο κόμμα θα καταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι ένας αγώνας για την διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας από όποια αφετηρία κι αν ξεκινά το κάθε κόμμα.

Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με “άδειες κάλπες” και όχι με τα αποθέματα των εκλογών της 21ης Μαΐου. H δική μας θέση και εκλογική συμπεριφορά μπορεί και πρέπει να συστοιχηθεί με την προτροπή του ποιητή:

“Αντισταθείτε…/ στις κολακείες, τις ευχές, τις τόσες υποκλίσεις / από γραφιάδες και δειλούς για το / σοφό αρχηγό τους” (Μιχάλης Κατσαρός, «Αντισταθείτε», Κατά Σαδδουκαίων).

The post Εκλογές 21ηης Μαΐου 2023: Ορθόδοξα Ερωτήματα για τα Πολιτικά Παράδοξα first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Venceremos!” (Θα νικήσουμε)

Ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους σαν κι εμάς και λιγότερους σαν κι αυτούς” (Σύνθημα τοίχου).

  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Σε μία εκλογική μάχη δεν ανταγωνίζονται και δεν αξιολογούνται μόνον οι πολιτικοί αρχηγοί, τα στελέχη των κομμάτων και τα προγράμματα των κομμάτων αλλά και οι δημοσκόποι, οι εκλογολόγοι, οι επικοινωνιολόγοι και οι image makers. Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν σχετικές έρευνες που να καταγράφουν το ρόλο των προεκλογικών συνθημάτων και spot στην τελική επιλογή των ψηφοφόρων.

Πολλές εκλογές έχουν ταυτιστεί με τα προεκλογικά συνθήματα που απέδιδαν με σαφήνεια ή γλαφυρότητα το πολιτικό ζητούμενο κάθε κόμματος. Κι αυτό γιατί ο μέσος ψηφοφόρος στοιχίζεται πίσω από ένα κομματικό σύνθημα στην προσπάθειά του να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τόσο την ιδεολογική ταυτότητα των κομμάτων όσο και τις υποσχέσεις τους για την πορεία του τόπου. Η προσκόλληση των ψηφοφόρων στα κομματικά συνθήματα αιτιολογείται και από το γεγονός πως αυτά συμπυκνώνουν σε λίγες λέξεις όσα δεν μπορούν τα πολυσέλλιδα προγράμματα.

Τα συνθήματα είναι νοηματικά εύπεπτα και αφαιρετικά και βοηθούν τον πολίτη να συλλάβει το βαθύτερο και το γενικότερο μέσα από το ελάχιστο και το υπονοούμενο. Απευθύνονται στο μέσο ψηφοφόρο που από τη φύση του αρέσκεται να ρέπει στο εύκολο και στο σύντομο. Εξάλλου το σύνθημα στοχεύει περισσότερο στο συναίσθημα και λιγότερο στο νου του πολίτη.

Η λειτουργία των Συνθημάτων

Αυτή η λειτουργία του ενεργοποιεί το θυμικό του δέκτη, απενεργοποεί εν μέρει τους λογικούς μηχανισμούς και επωάζει το πάθος και τον ενθουσιασμό. Αυτόν τον ενθουσιασμό και το πάθος επιδιώκουν να καλλιεργήσουν οι ειδικοί των συνθημάτων για να προσδέσουν αποτελεσματικότερα στο κομματικό άρμα τον ανυποψίαστο πολίτη-ψηφοφόρο. Έτσι ο ίδιος ο ανυποψίαστος και φανατικός ψηφοφόρος γίνεται ο ίδιος ζωντανή διαφήμιση για το κόμμα του. Το σύνθημα, δηλαδή, δρα πολλαπλασιαστικά και εκμαυλιστικά στην πολιτική συνείδηση του εκλογικού σώματος.

Σε αυτόν τον αγώνα των συνθημάτων οι επιτελείς των κομμάτων και των διαφημιστών αναζητούν εκείνη τη λέξη που θα συμπυκνώσει τις προτεραιότητες των κομμάτων και θα λειτουργήσει ως συνεκτικός ιστός των οπαδών αλλά και ως “κράχτης” των αδιάφορων. Η λέξη “μαγνήτης” πολλές φορές λειτουργεί ως προτροπή και ως παιάνας αλλά και αναδεικνύει τόσο τους προσανατολισμούς ενός κόμματος αλλά και καταγράφει και την ειδοποιό διαφορά με τα άλλα κόμματα.

Η επιλογή της κατάλληλης λέξης σχετίζεται και με την θέση που κατέχει το κάθε κόμμα στην πολιτική σκηνή (κυβέρνηση, αντιπολίτευση, εξωκοινοβουλευτικό κόμμα). Κι αυτό γιατί το κομματικό σύνθημα στοχεύει άλλοτε να αναδείξει το δημιουργικό έργο του κυβερνώντος κόμματος κι άλλοτε την ανυπαρξία του, όπως συνήθως διατείνονται τα αντιπολιτευόμενα κόμματα.

Σημαντική παράμετρος των προεκλογικών συνθημάτων και spot συνιστά και το πρόσωπο του αρχηγού του κόμματος σε αυτά. Συνήθως το πρόσωπο του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπάρχει πάντοτε στα συνθήματα και στις αφίσες, κάτι που δεν συμβαίνει στα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς. Αυτό εξηγείται από το γεγονός πως οι ψηφοφόροι των αστικών κομμάτων αρέσκονται να ψηφίζουν και πρόσωπο (προσωποκεντρικά κόμματα),ενώ οι ψηφοφόροι των κομμάτων της αριστεράς αξιολογούν ως πρότερον την ιδεολογία του κόμματος.

Στις φετινές εκλογές οι λέξεις που κυριαρχούν στα κομματικά συνθήματα είναι : Σταθερότητα, Αλλαγή, Δικαιοσύνη, Λαός, Ρήξη, Ελλάδα..

ΝΔ : “ Σταθερά Τολμηρά Μπροστά”

Το προεκλογικό σύνθημα της ΝΔ προβάλλει εμφαντικά τη λέξη της Σταθερότητας στο βαθμό που αυτή ως έννοια είναι νοηματικά φορτισμένη κατά θετικό τρόπο. Από τη φύση της η λέξη Σταθερότητα δεν προτρέπει μόνον στην ανάγκη για συνέχεια, αλλά εκπέμπει κι έναν φόβο στον πολίτη από την προοπτική μιας κυβερνητικής αλλαγής.

Οι ειδικοί του κυβερνητικού συνθήματος στοχεύουν στο αίσθημα της ασφάλειας του πολίτη και ταυτόχρονα καλλιεργούν το αίσθημα της ανασφάλειας στην περίπτωση που το κυβερνών κόμμα απωλέσει την εξουσία. Η Σταθερότητα συνδέεται με την αυτοδυναμία, την αποτελεσματική διακυβέρνηση και φυσικά έχει αναχθεί στη νέα «Μεγάλη Ιδέα» της ΝΔ. Φυσικά στα κομματικά spot κυριαρχεί η εικόνα του Πρωθυπουργού.

ΣΥΡΙΖΑ: “Συμβόλαιο Αλλαγής”

Στο σύνθημα και στα προεκλογικά spot του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί ως λέξη η Αλλαγή. Η στόχευση είναι εμφανής. Από τη μια πλευρά αποβλέπει στην ανάγκη της πολιτικής μεταβολής κι από την άλλη συνιστά μία αρνητική αξιολόγηση του κυβερνητικού κόμματος. Η λέξη Αλλαγή, όσο κι αν φθαρμένη από αντίστοιχα συνθήματα του ΠΑΣΟΚ του 1981,εξακολουθεί να είναι θετικά φορτισμένη κι εμπνέει ελπίδα και προοπτική στον ψηφοφόρο. Ταυτόχρονα η λέξη Αλλαγή λειτουργεί και ως παιάνας για αγώνα και ανατροπή.

Ξέρουμε, Μπορoύμε να φέρουμε την Αλλαγή” // ”Δικαιοσύνη Παντού”

Στα συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί και η λέξη δικαιοσύνη «Δικαιοσύνη παντού», που ευθέως ή συνειρμικά παραπέμπει στη γνωστή υπόθεση των υποκλοπών και ταυτόχρονα αποτελεί μία μομφή για την κυβερνητική ανηθικότητα (θεσμικός ή κυβερνητικός πολιτικός αμοραλισμός).

ΠΑΣΟΚ: “Να κάνουμε μαζί την Αλλαγή δυνατή”

Το ΠΑΣΟΚ αυτοδίκαια επέλεξε τη λέξη Αλλαγή ως κυρίαρχο σύνθημα. Κι αυτό γιατί ως λέξη επαναφέρει στη μνήμη παλιές κομματικές δόξες κι από την άλλη στοχεύει στην κυβερνητική αλλαγή. Το σύνθημα είναι διατυπωμένο σε β’ Ενικό και σκορπίζει ελπίδα στον ψηφοφόρο, αφού διακηρύσσει πως η πολιτική αλλαγή είναι εφικτή. Το κλίμα αμεσότητας και οικειότητας του συνθήματος λειτουργεί ενθαρρυντικά στον οπαδό του ΠΑΣΟΚ που πασχίζει και ελπίζει να επανακάμψει ως πολιτική δύναμη.

Η Κοινωνία στο Προσκήνιο”

Η λέξη Δύναμη που συνοδεύει το σύνθημα δρα ενθαρρυντικά στο φρόνημα του οπαδού, αφού για πολλά χρόνια τώρα προσπαθεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και να μην λειτουργεί μόνον ως ένα πολιτικό ακολούθημα. Σε άλλα συνθήματα το ΠΑΣΟΚ στοχεύει στην τήρηση ίσων αποστάσεων κι από τα δύο κόμματα που διεκδικούν την εξουσία.

ΚΚΕ: “Μόνο ο Λαός σώζει το Λαό”

Το ΚΚΕ ως κόμμα της παραδοσιακής αριστεράς και συνεπές στην ιδεολογία του προβάλλει με έμφαση τον πρωταγωνιστικό ρόλο του λαϊκού στοιχείου. Ως κομμουνιστικό κόμμα αρνείται κάθε συνεργασία με κάθε άλλο αστικό ή αριστερό κόμμα κι αυτό εκφράζεται ρητώς με το
«Όλοι τους και Μόνοι μας». Η ιδεολογική καθαρότητα του ΚΚΕ συνιστά τον βασικό πυλώνα της ταυτότητάς του και γι αυτό απορρίπτει κάθε πρόταση για κυβερνητική συμμετοχή.

Μόνοι τους και ‘Ολοι μας Μαζί”

Το ΚΚΕ αξιολογεί πως κάθε κυβέρνηση των άλλων κομμάτων είναι αφεαυτής αντιλαϊκή και γι αυτό πορεύεται τον μοναχικό δρόμο της ιδεολογικής καθαρότητάς του. Τονίζει εμφαντικά το ρόλο του λαού και προτρέπει αυτόν να δηλώνει την παρουσία του στις απεργίες και σε κάθε εκδήλωση που στοχεύει στην στον πρωταγωνιστικό του ρόλο, όπως τον φαντάστηκαν και τον περιέγραψαν οι θεωρητικοί του κομμουνισμού, Ο Μαρξ και ο Λένιν.

Ελληνική Λύση: “Πρώτα η Ελλάδα, Πρώτα οι Έλληνες”

Η Ελληνική Λύση πρόκρινε ως αυτονόητη λέξη στο σύνθημά της, την έννοια της Ελλάδας ως κυρίαρχης έννοιας. Κι αυτό γιατί αποδίδει με ενάργεια την ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος, αλλά και το στοιχείο της Ελληνικότητας ως πυρηνικού στοιχείου του. Η στόχευση είναι σαφής και ως σύνθημα απευθύνεται σε ειδικό ακροατήριο. Στόχος άμεσος η ενεργοποίηση των εθνικών ή για άλλους των εθνικιστικών συναισθημάτων ενός τμήματος του ελληνικού λαού που είναι άστεγος πολιτικά και κομματικά. H παρουσία του αρχηγού στα διαφημιστικά μηνύματα και συνθήματα είναι απόλυτη και κυρίαρχη όπως και της Ελλάδας.

Μέρα 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη: “ Πρώτη φορά Ρήξη. Όλα μπορούν να είναι αλλιώς

Στο κόμμα ΜΕΡΑ 25-Συμμαχία για τη Ρήξη η έννοια της ρήξης είναι διάχυτη και αποκαλύπτει την αριστερή ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος. Βασική παράμετρος των συνθημάτων του κόμματος είναι και η αγωνία του να διαφοροποιηθεί από τον παλιό συγκάτοικό του τον ΣΥΡΙΖΑ . Ωστόσο ως κόμμα διχάζεται ανάμεσα στην ανάγκη για ρήξη αλλά και στην συμμόρφωσή του στις βασικές επιλογές της χώρας μας, όπως: ΝΑΤΟ, Ε.Ε και ένα στοιχειώδες οικονομικό μοντέλο.

Έτσι η χώρα μας οδεύει στις εκλογές της 21ης Μαΐου με νέα συνθήματα και παλιές φθαρμένες λέξεις. Όλοι επιζητούν να αρέσουν και να πρωτοτυπήσουν. Η άγρα ψήφων είναι ένα δύσκολο παιχνίδι και όλοι ευελπιστούν πως αυτοί στο τέλος θα πείσουν. Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα δικαιώσει ή θα διαψεύσει μόνον τους πολιτικούς αρχηγούς, αλλά και ένα άλλο πλήθος ανθρώπων που φιλοτέχνησαν ή εμπνεύστηκαν τα κομματικά προεκλογικά συνθήματα.

Εν τω μεταξύ το “καράβι” η Ελλάς ταξιδεύει για μία ακόμη φορά στο πέλαγος των ελληνικών αντιφατικοτήτων, όπως εύστοχα τις περιέγραψε ο Ελύτης στον «Ήλιο τον Ηλιάτορά» του.

Όμορφη και παράξενη πατρίδα / Ωσάν αυτή που μού ‘λαχε δεν είδα…/…Μπαίνει σ΄ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς / Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους…/ Χρόνους μάς ταξιδεύει δε βουλιάξαμε / χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε…” .

* Τα ευφυολογήματα των αρχηγών των κομμάτων και η χρήση του Tik Tok δεν αξιολογήθηκαν και ως οι καλύτερες επιλογές.

The post Η μάχη των κομματικών συνθημάτων first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Στο λεξιλόγιό μας υπάρχουν λέξεις-όροι με θετικό σημασιολογικό φορτίο. Η χρήση τους στις διαπροσωπικές σχέσεις και επικοινωνία αλλά και στις κοινωνικές επαφές διαμορφώνουν ένα θετικό κλίμα στο βαθμό που είναι κοινωνικά αποδεκτές. Στην κατηγορία αυτών των λέξεων –όρων ανήκει και η έννοια Σταθερότητα.

Η θετικότητα αυτής της λέξης ανιχνεύεται σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και σε όλες της λειτουργίες της κοινωνίας. Η αξία της σταθερότητας είναι πρόδηλη στο βαθμό που κανείς δεν επικαλείται την αστάθεια ως ζητούμενο. Όσο θετικό φορτίο εμπεριέχουν οι έννοιες σταθερότητα και ευστάθεια, άλλο τόσο αρνητικό στοιχείο εμπεριέχουν τα αντώνυμά τους, όπως τα : Αστάθεια, αποσταθεροποίηση, ασταθής.

Τα επίπεδα της Σταθερότητας

Στην Οικονομία η σταθερότητα αποτελεί το δομικό στοιχείο κάθε οικονομικού προγράμματος και σχεδιασμού. Γνωστό είναι στους Έλληνες από την εποχή-δοκιμασία των μνημονίων το “Σύμφωνο Σταθερότητας” που απέβλεπε στην ομαλή προσαρμογή της Ελληνικής Οικονομίας στην “Οικονομική Κανονικότητα” με ό,τι αυτό προέβλεπε για την υλική διαβίωση των Ελλήνων.

Στο χώρο της Πολιτικής όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ευαγγελίζονται την «Πολιτική Σταθερότητα» ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την δημοκρατική ομαλότητα και την κοινωνική ευρυθμία και πρόοδο..Στα προγράμματα των κομμάτων η λέξη σταθερότητα κατέχει δεσπόζουσα θέση, όσο κι αν κάποια κόμματα στοχεύουν στην πολιτική αλλαγή (αλλαγή κυβέρνησης).

Στην Κοινωνική ζωή οι νομοθέτες στοχεύουν στην θέσπιση σταθερών κανόνων που εξασφαλίζουν το κλίμα ασφάλειας και σιγουριάς στους πολίτες. Έτσι ενισχύονται οι κοινωνικοί δεσμοί και αποφεύγονται οι κοινωνικές συγκρούσεις. Αντίθετα η απουσία σταθερών κανόνων και θεσμικού ή νομικού πλαισίου σε μια κοινωνία επωάζουν την ανομία και την παραβατικότητα.

Στο χώρο της Πνευματικής ζωής και δημιουργίας όλοι ομνύουν στην ανάγκη σταθερών και μόνιμων πνευματικών αρχών και ιδεών. Κι αυτό γιατί η σταθερότητά τους διευκολύνει την πνευματική συνέχεια ενός λαού αλλά και συνθέτει το αναγκαίο πλαίσιο για την πνευματική τελείωση των πολιτών. Όσο κι αν η ανανέωση ευδοκιμεί στον πνευματικό χώρο εντούτοις η σταθερότητα αποτελεί το κρηπίδωμα κάθε ανανεωτικής τάσης, όσο κι αν αυτό συνιστά οξύμωρο σχήμa..

Από τον χώρο της σταθερότητας δεν θα μπορούσε να απουσιάσει και ο χώρος της Ηθικής. Κατεξοχήν στο χώρο αυτό οι σταθερές ηθικές αξίες, πρότυπα και κανόνες θεωρούνται “εκ των ων ουκ άνευ” για την ηθική αρτίωση των ατόμων αλλά και για την εξυγίανση των ανθρώπινων σχέσεων. Εξάλλου στον χώρο της Ηθικής οι έννοιες αλλαγή και εξέλιξη ως αντώνυμες της σταθερότητας δεν ευδοκιμούν.

Εξίσου, όμως, σημαντική θέση κατέχει η σταθερότητα και στην επιστήμη των Μαθηματικών. Γνωστός είναι ο όρος “Μαθηματική Σταθερά”. Ως μαθηματικές σταθερές λογίζονται οι ειδικοί αριθμοί που συνήθως είναι οι πραγματικοί αριθμοί. Στις μαθηματικές σταθερές ανήκουν και οι αριθμοί e και π από τον χώρο της γεωμετρίας και όχι μόνον.(Πυθαγόρεια σταθερά, οι σταθερές του Feigenbaum α και δ…).

Η έννοια της σταθερότητας βρισκόταν στον κύκλο των αναζητήσεων και στους προσωκρατικούς φιλοσόφους και ιδιαίτερα του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη. Στη θέση του Ηράκλειτου για μία αέναη μεταβολή και αλλαγή του όντος (Τα πάντα ρει) ο Παρμενίδης αντέτεινε την ακινησία και την σταθερότητα του όντος και του κόσμου. Θεωρούσε πως οι φαινομενικές αλλαγές είναι πλασματικές και προϊόν πλάνης. Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι ένας κόσμος αιώνιων, ακίνητων και αδιαίρετων οντοτήτων.

Η Σταθερότητα ως πολιτικό σύνθημα

Οι υπεύθυνοι των κομμάτων αλλά και οι εκλογολόγοι υποστηρίζουν πως το κυρίαρχο προεκλογικό σύνθημα των κομμάτων στις επερχόμενες εκλογές στην χώρα μας θα είναι η σταθερότητα με όλα τα σημαινόμενά της. Ιδιαίτερα η ΝΔ, ως κυβερνών κόμμα, θα διεκδικήσει την επανεκλογή της με σύνθημα την σταθερότητα. Το τρίπτυχο σύνθημά της θα είναι: ”Συνέπεια, Συνέχεια, Σταθερότητα” / ” Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά”. Κι αυτό γιατί όλοι γνωρίζουν πως ο πολίτης σε μεγάλο βαθμό ψηφίζει με γνώμονα την πολιτική σταθερότητα ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την οικονομική και κοινωνική ευταξία.

Αποζητούμε την αυτοδυναμία γιατί την επόμενη ημέρα η χώρα θα χρειαστεί σταθερότητα και ταχύτητα στην λήψη αποφάσεων”.

Η παραπάνω δήλωση-θέση του Πρωθυπουργού συνδέει την αυτοδυναμία με την σταθερότητα και συνιστά ένα προεκλογικό δίλημμα για τους ψηφοφόρους. Έτσι αιτιολογείται και δικαιολογείται η επιχειρηματολογία της ΝΔ για την ανάγκη ενός νέου εκλογικού συστήματος που θα εξασφαλίζει “σταθερές κυβερνήσεις”. Η αυτοδυναμία και η σταθερότητα θα είναι η “Μεγάλη Ιδέα” του κυβερνώντος κόμματος στις προσεχείς εκλογές.

Ωστόσο, αυτή η πρόταξη της σταθερότητας ως το νέο φετίχ της κυβερνητικής προεκλογικής τακτικής, μπορεί να έχει και παρενέργειες στην υγεία του πολιτικού συστήματος μακροπρόθεσμα.

Όταν υπό το πρόσχημα της σταθερότητας απωθείται από την εξουσία κάθε θεσμική αλλαγή που μπορεί να τη θέτει σε κίνδυνο, τότε η πολιτική κρίση πλησιάζει και ψάχνει την ευκαιρία να φανεί” (Λευτέρης Κουσούλης, ”TO BHMA”).

Στην αντίπερα όχθη και στον χώρο της αντιπολίτευσης η σταθερότητα δεσπόζει ως σύνθημα. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκης δήλωσε εμφαντικά: “Δώστε μας ισχυρό διψήφιο ποσοστό για να έχετε και πρόοδο και σταθερότητα από την πρώτη Κυριακή”. Σε μία άλλη δήλωσή του προσπάθησε να αποδομήσει το επιχείρημα-ιδεολόγημα της ΝΔ για σταθερότητα, τονίζοντας: ”Δεν συνιστούν σταθερότητα οι υποκλοπές και η επιλογή της κυβέρνησης για το ταμείο ανάκαμψης”.

Δεν είναι, λοιπόν, λίγες οι φορές που η κυβέρνηση επικαλείται την δήλωση ξένων οργανισμών-οίκων που εξαίρουν την οικονομική σταθερότητα της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια “Η Ελλάδα μεταμορφώνεται σε άγκυρα σταθερότητας(Γερμανική εφημερίδα).

Το αντιφατικό και οξύμωρο σε αυτές τις εκλογές θα είναι ο εγκλωβισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης στην έννοια-σύνθημα της σταθερότητας την στιγμή που επικαλούνται την κυβερνητική αλλαγή. Διεκδικούν, δηλαδή, την αλλαγή σελίδας σε πολιτικό-κυβερνητικό επίπεδο δυσκολευόμενα να αποποιηθούν την σταθερότητα ως αναγκαίας διαδικασίας για την στερέωση της δημοκρατίας μας. Θα ήταν ευτύχημα να πείσουν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα πως η αλλαγή κυβέρνησης δεν θα συνοδευτεί και από την πολιτική αστάθεια.

Η σταθερότητα δεν είναι ακινησία” (Μέτερνιχ).

Αλλά και στο Εργασιακό επίπεδο και ιδιαίτερα στο χώρο της νεολαίας η σταθερότητα ως ζητούμενο κυριαρχεί απόλυτα. Ενδεικτική είναι η άποψη-θέση κάποιων νέων: ”Χαμηλός μισθός, λίγες προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης, αλλά σταθερότητα στην εργασιακή μου κατάσταση”.H νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου.

Ο κόσμος μας σίγουρα δεν είναι ο αμετάβλητος κόσμος του Παρμενίδη. Ο τρόπος, όμως, που ερμηνεύουμε τον κόσμο και τις φαινομενικές αλλαγές του είναι παρμενίδειος. Η σταθερότητα είναι αναγκαία αρκεί αυτή να μην αποτελεί δίχτυ που δεν αφήνει να αναπνέει το πνεύμα της αλλαγής, της εξέλιξης και της ανανέωσης και γιατί όχι της ανατροπής, όπου αυτή χρειάζεται. Ο ποιητικός λόγος του Παλαμά είναι διαχρονικός:

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ / εγώ κι ο κτίστης, / ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της / πίστης. / Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και / χέρι”.

The post Η Σταθερότητα ως Πολιτικό Ζητούμενο appeared first on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Κάθε Παγκόσμια Ημέρα – όσο κι αν κάποιοι διαφωνούν με αυτήν τη βιομηχανία των αφιερωμάτων – αναγκαστικά ενεργοποιεί τη μνήμη μας σε πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την προσωπική μας ζωή και την παγκόσμια ιστορία. Όταν αυτές οι Ημέρες δεν ταυτίζονται ή δεν εξαντλούνται με την κατανάλωση λουλουδιών ή διαδικτυακών ευχών, τότε ίσως να λειτουργούν κατά θετικό τρόπο.

Είναι αδύνατο σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας, να μην επιστρέφει η μνήμη μας σε δύο εμβληματικά θεατρικά έργα που πρωταγωνιστεί η αιώνια Μάνα σε όλες τις εκδοχές της. Άλλοτε ηρωική και βασανισμένη κι άλλοτε σκληρή και ανθρώπινη που αγωνίζεται για την προσωπική της επιβίωση αλλά και για την ζωή των παιδιών της. Οι εξιδανικεύσεις και η αγιοποίηση της Μάνας ως παγκόσμιο και διαχρονικό Σύμβολο μάλλον την αποστεώνουν από κάθε ανθρώπινο στοιχείο.

Κι αυτό γιατί η Μάνα εκφράζει, όσο κανένα άλλο πρόσωπο-σύμβολο, τη δύναμη, την υπομονή και την άμετρη και ανιδιοτελή αγάπη προς τα παιδιά της. Στον καθημερινό της αγώνα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη γήινη και υλική της υπόσταση από τη μία πλευρά και από την άλλη στο χρέος, στο καθήκον και στην υποχρέωση να δικαιώσει ό,τι έχει επενδύσει πάνω της η κοινωνία με τα στερεότυπά της

Η Μάνα – ΓΗ ως αρχαίο σύμβολο

Ωστόσο τη Μητέρα – Μάνα ως αρχέγονο σύμβολο το συναντάμε τόσο στην αρχαία μυθολογία όσο και στην ύστερη περίοδο. Η Μάνα – Γη υπήρξε η πρώτη πηγή ζωής που χάρισε στον κόσμο τη χαρά της δημιουργίας αλλά και μάς δίδαξε τον ανθρώπινο πόνο για την δημιουργία και τη φροντίδα των παιδιών που συμβολίζουν τη συνέχεια της ζωής.

Γαία θεά, μήτερ μακάρων θνητών τα’ / ανθρώπων, / παντρόφε, πανδώτειρα, τελεσφόρε, / παντολέτειρα…” (Ω θεά Γη, συ η μητέρα των μακαρίων θεών / και των θνητών ανθρώπων, / που τρέφεις τα πάντα και δίδεις τα πάντα, / που φέρεις σε πέρας την ωρίμανση των καρπών κα τα πάντα θανατώνεις…”

Ο παραπάνω Ορφικός Ύμνος προς τη Γαία – Μητέρα δεν προβάλλει μόνον τις αντιλήψεις των αρχαίων για τη Γαία – Θεά αλλά και την πεποίθησή τους πως ο άνθρωπος είναι δημιούργημα – τέκνο της Μητέρας Γης. Το ανθρώπινο γένος έλκει την καταγωγή του από τη Γαία. Ο Ησίοδος περιγράφει με το δικό του τρόπο την δημιουργία του ανθρώπινου γένους.

Γαία δε τοι πρώτον μεν εγείνατο / ίσον εωτή / Ουρανόν αστερόενθ’, ίνα μιν περί / πάντα καλύπτοι…” (Και η Γη γέννησε πρώτα ίσον με αυτή / τον Ουρανό που είναι γεμάτος άστρα, / να την καλύπτει από παντού…).

Αυτός ο Ησιόδειος ανθρωπομορφισμός της Μητέρας – Γης και η ένωσή της με τον Ουρανό αποτέλεσαν τη βάση για όλες τις μεταγενέστερες αλληγορικές ερμηνείες του ρόλου της Μητέρας Γης. Για κάποιους ο μύθος της Γης ως μητέρας όλων (παμμήτωρ) παραπέμπει στην εποχή της μητριαρχίας.

Μάνα Γη, Μάνα Γη, Ουρανέ, πατέρα Ουρανέ / τα παιδιά σας είμαστε…”

Οι παραπάνω στίχοι του γνωστού τραγουδιού «Μάνα Γη» αποτυπώνουν με ενάργεια τη συνέχεια του αρχέγονου μύθου που θέλει τη Γη ως μητέρα όλων μας. Εξάλλου το δίδυμο Ουρανός και ΓΗ υπήρξε το πρώτο δίδυμο των αρχαίων Θεοτήτων, από όπου πήγασαν τα άλλα ζεύγη, Κρόνος – Ρέα, Δίας – Ήρα…

Ο δεσμός του ανθρώπου με τη Μητέρα ΓΗ

Αλλ’ αυτόχθονες όντες την αυτήν εκέκτηντο μητέρα και πατρίδα…” (Λυσίας, Επιτάφιος τοις Κορινθίων βοηθοίς, 17-19) .

Ο Λυσίας με υπερηφάνεια δηλώνει την καθαρότητα της καταγωγής των Αθηναίων, αλλά ταυτόχρονα καταγράφει με περισσή λεπτομέρεια και την αντίληψη των αρχαίων για το δεσμό του ανθρώπου με τη Μητέρα ΓΗ.

Ωστόσο την αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με τη Μητέρα ΓΗ την εξέφρασε με την μορφή μανιφέστου ο αρχηγός των Ινδιάνων της Αμερικής, Σιατλ, το ο 1854 απευθυνόμενος στην κυβέρνηση της Ουάσινγκτον. Πρόκειται για μία συγκλονιστική μαρτυρία και μία κατάθεση ψυχής που αφυπνίζει ακόμη και σήμερα την ευαισθησία της ανθρώπινης ψυχής. Ιδιαίτερα σήμερα που η Μητέρα ΓΗ κινδυνεύει από τη ασυλλόγιστη συμπεριφορά του ανθρώπου που από ένοικος τείνει να γίνει ιδιοκτήτης της με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιβίωσή του .

Διδάξτε τα παιδιά σας αυτό που διδάξαμε στα δικά μας, ότι η ΓΗ είναι η Μάνα μας. Ό,τι παθαίνει η ΓΗ παθαίνουν και τα τέκνα της ΓΗΣ. Όταν η οι άνθρωποι φτύνουν στο χώμα, φτύνουν στους εαυτούς τους”

Ο σεβασμός, λοιπόν, προς τη Μητέρα – με όλες τις εκδοχές της – είναι επιβεβλημένος αφού σε αυτήν ως αιώνιο σύμβολο συναθροίζονται όλες οι θετικές και πανανθρώπινες αξίες.

«Κι ένα τέταρτο μητέρας / αρκεί για δέκα ζωές, / και πάλι κάτι θα περισσέψει / που να το ανακράξεις / σε στιγμή μεγάλου κινδύνου» (Ελύτης).

Η Μάνα στην Ποίηση

Το αρχέτυπο σύμβολο της μάνας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για όλες τις μορφές της Τέχνης. Η Ποίηση, η Ζωγραφική, η Γλυπτική, η Φωτογρφία, η Μουσική, το Θέατρο και ο Κινηματογράφος έχουν να δείξουν πολλά και σπουδαία δημιουργήματα αφιερωμένα στον πόνο της Μάνας που συγκινούν ακόμη και κεντρίζουν τη σκέψη και τα συναισθήματά μας.

Τα αποσπάσματα είναι ενδεικτικά και δεν φιλοδοξούν να καλύψουν όλο το εύρος της παρουσίας της Μάνας στην Τέχνη- Ποίηση.

1. «Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι / γυναίκες / και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να / θρηνήσει: ”Έκτορ, ω το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά / μου, / και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν / και τώρα μες στον θάνατο ακόμη σε λυπούνται…”» // « Παιδί μου τι να ζω η τρίσμοιρη, τέτοιο κακό που / με’ βρε. / με το χαμό σου τώρα. Κι ήσουνα για μένα το / καμάρι / / μέρα και νύχτα μες στο κάστρο μας, και σ’ όλους μας / η σκέπη…». ( Ο θρήνος της Εκάβης, Ιλιάδα).

2. «Η μαύρη κι άραχλη, να σύρω μεγάλη φωνή; / να σύρω μοιρολόι κι οδυρμό; / σκοτεινά γηρατειά θεοσκότεινα, / σκλαβιά μου αφόρητη, / ασήκωτη σκλαβιά μου / πού να ζητήσω καταφύγιο, σε ποιο παιδί μου;» (Ευριπίδη, Εκάβη, 155-164)

3. « Καταραμένοι να είστε Αχαιοί. Να σφάζεστε / μεταξύ σας. Σύντροφος παντοτινός η έχθρα. Σε / πολέμους αδελφοκτόνους να χύνεται το αίμα / σας. Το φαρμάκι της διχόνοιας να φωλιάζει στις / φλέβες σας…» ( Η Κατάρα της Εκάβης).

4. «Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα, / βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον Άγγελο από πέρα…./ Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω, / τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;» (Επιτάφιος, Γ. Ρίτσος).

5. «Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει / (ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει) / σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει / κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!» (Η Μάνα του Χριστού, Κ. Βάρναλης).

6. «Δυο γιους είχες μανούλα μου / δυο δέντρα, δυο ποτάμια,/ δυο κάστρα Βενετσιάνικα, / δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες… / Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα / μ’ έναν λυγμό τα γέννου… / Στης μάνας τρέχουνε κι οι / δυο το νεκρικό κρεβάτι. / Μαζί τα χέρια δίνουνε της / κλείνουνε τα μάτια» (Δυο γιους είχες μανούλα μου, Μίκης Θεοδωράκης).

7. «Τι να μου κάνουν δάκρυα δυο / Και στεναγμοί σαρανταδυό μανούλα μου / Τι κι αν το δάκρυ μου νωπό / Βουβό το στόμα και πικρό μανούλα μου» (Μανούλα μου, Ιάκωβος Καμπανέλλης).

8. «Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, /…κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά / αδερφοί πεθάνν, / βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν / καλαμιά στον κάμπο. / …Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, κι εγώ / γλυκιά μου μάνα. / Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει / και με φωνάζει μάνα;>…» (Του Νεκρού Αδελφού, Δημοτικόν)

9. «Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ’ κε μπαιν’ / Η μάνα να μη ίνεται…/ Η μάνα εν βράχοις, η μάνα εν ρασίν / Σον δύσκολον την ώρα σ’, μανίτσα θα τσαείς / Μανίτσα θα τσαείς / Η μάνα εν τω στήριγμαν, τη χαράς το κλαδί / τ’ ατηνές η αγάπη κε βρίεται ση γην…» (Ποντιακόν, Η μάνα είναι ένα κρύο νερό και στο ποτήρι δεν μπαίνει / Σαν τη μάνα δε γίνεται… / Η μάνα είναι σα βράχος, η μάνα είναι βουνό / Στη δύσκολή σου ώρα, μανούλα θα φωνάζεις / Μανούλα θα φωνάζεις / Η μάνα είναι το στήριγμα, της χαράς το κλαδί / Η δικιά μας αγάπη δεν βρίσκεται στη γη…)

The post Από τη Γαία, τη Μητέρα ΓΗ στο «Μάνα Κουράγιο» και στο «Μάνα, Μητέρα Μαμά» appeared first on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ταύτα μεν δη ωμολόγηται, ω Γλαύκων, τη μελλούση άκρως οικείν πόλει… βασιλέας δε αυτών είναι τους εν φιλοσοφία τε και προς τον πόλεμον γεγονότας αρίστους(Πλάτων, “Αθηναίων Πολιτεία”).

Ο Πλάτων περιγράφοντας το τέλειο πολίτευμα συναρτά αυτό με την “αριστεία” τόσο στην φιλοσοφία όσο και στον πόλεμο.

Χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους των πέλας νόμους” (Θουκυδίδης, “Περικλέους Επιτάφιος”).

Ο Περικλής στον “Επιτάφιό” του υπερηφανεύεται πως το πολίτευμα της Αθήνας δεν ζηλεύει τους νόμους των άλλων (αυτονομία). Ένα άλλο στοιχείο για το οποίο επαίρεται ο Περικλής είναι και η βάση του πολιτεύματος.

Και όνομα μεν διά το μη ες ολίγους αλλ ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται”.

Ο περίφημος ορισμός της δημοκρατίας προβάλλει εμφαντικά τον κυρίαρχο ρόλο των πολλών-πλειοψηφίας έναντι των ολίγων-μειοψηφίας. Ένα άλλο στοιχείο της εξιδανικευμένης δημοκρατίας κατά τον Περικλή είναι και αυτό της ελευθερίας που διέπει τις σχέσεις του πολίτη με την πολιτεία –κοινά.

Ελευθέρως δε τα τε προς το κοινόν πολιτεύομεν και ες την προς αλλήλους των καθ ημέραν επιτηδευμάτων υποψίαν” (Περικλέους Επιτάφιος)..

Οι Αθηναίοι μπορούσαν ταυτόχρονα μέσα σε κλίμα ελευθερίας να ασχολούνται τόσο με τα κοινά όσο και με τις καθημερινές-ιδιωτικές τους υποθέσεις. Άμεσα ή έμμεσα ο Θουκυδίδης δίνει μία απάντηση για την ταυτότητα του ιδανικού πολίτη αλλά και του πλαισίου μέσα στο οποίο μπορεί να ζήσει και να λειτουργήσει ως ενεργό υποκείμενο ο πολίτης.

δήλον ότι πρότερον ο πολίτης ζητητέος. Η γαρ πόλις πολιτών τι πλήθος εστιν “ (Aριστοτέλης, “Πολιτικά”).

Στον παραπάνω προβληματισμό του Αριστοτέλη αλλά και στο παρακάτω ερώτημά του “ώστε τίνα χρη καλείν πολίτην και τις ο πολίτης” ίσως ο Θουκυδίδης να δίνει την καλύτερη απάντηση με την εμβληματική θέση:

Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια, και ετέροις έτερα προς έργα τετραμμένοις τα πολιτικά μη ενδεώς γνώναι. Μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν”( Περικλέους Επιτάφιος).

Για τον Περικλή, λοιπόν, ο ιδανικός πολίτης σε μία δημοκρατία είναι αυτός που γνωρίζει και φροντίζει τόσο τα ιδιωτικά του θέματα όσο και τα δημόσια-κοινά. Για τον αθηναίο πολιτικό ο “απράγμων” –φιλήσυχος είναι “άχρηστος”.

To ιδανικό πρότυπο του πολίτη το καταγράφει και ο Πρωταγόρας προβάλλοντας το αρνητικό πρότυπο, τον άνθρωπο – ι δ ι ώ τ η. Στον Homo Politicus αντιπαραθέτει ως αρνητικό πρότυπο τον Homo idiot.

Ει μέλλει πόλεις είναι ουδένα δει ιδιωτεύειν”.

Ανάλογη είναι και η θέση του Ανδοκίδη για τις ευθύνες και το πρότυπο του ιδανικού πολίτη ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την πρόοδο και εξέλιξη των πόλεων.

Διά μεν γαρ των ιδίων επιμελουμένους ουδέν οι πόλεις μείζους καθίστανται, δια δε τους των κοινών μεγάλαι γίγνονται”.

Ο Αριστοτέλης διερωτάται για τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κάποιος πολίτης “ ο δε πολίτης ου τω οικείν που πολίτης εστίν”(Πολιτικά).Ως αναγκαία προϋπόθεση λαμβάνει την συμμετοχή του πολίτη στην βουλευτική και δικαστική εξουσία.

Tις μεν ουν ο πολίτης, εκ τούτων φανερόν, ω γαρ εξουσία κοινωνείν αρχής βουλευτικής και κριτικής” (Πολιτικά)

Οι πόλεις προοδεύουν όταν οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στις υποθέσεις της πόλης, ενώ αντίθετα οι πόλεις μένουν “στάσιμες” όταν οι πολίτες απέχουν από τα κοινά και “ησυχίαν άγουν” για πολλούς λόγους. Την απραγμοσύνη και την ησυχία του πλήθους-πολιτών την καταδικάζει φανερά ο Θουκυδίδης τόσο στον Επιτάφιο του Περικλή όσο και στις διαδικασίες της απόφασης για την Σικελική εκστρατεία.

Ει τω άρα και μη ήρεσκε, δεδιώς μη αντιχειροτονών κακόνους δόξειεν είναι τη πόλει ησυχίαν ήγεν”.

Ο Θουκυδίδης, δηλαδή, είδε καθαρά πως η απραξία-ησυχία του λαού λόγω του φόβου να μην φανεί “κακόνους” (κακός πατριώτης) οδήγησε σε λανθασμένη απόφαση που ήταν και η αρχή του τέλους της αθηναϊκής ηγεμονίας. Ένα άλλο γνώρισμα των πολιτών-λαού είναι και η ευκολία με την οποία βρίσκουν το “φταίξιμο” στους ταγούς της εξουσίας, όπως εύστοχα επισημαίνει στις “ Ικέτιδες” ο Αισχύλος (στίχος 474).

Κατ αρχής γαρ φιλαίτιος λεώς”.

H πόλις, λοιπόν, και τα συνδηλούμενα- παράγωγά της, πολίτης και πολιτεία, συνιστούν όχι μόνον μία οικογένεια ομόρριζων εννοιών αλλά κι ένα πλαίσιο θεσμών που ιστορικά φωτίζουν την πολιτική διαδρομή του ανθρώπου. Γι αυτό η πόλις με τα παράγωγά της απασχόλησε τόσο τους ιστορικούς όσο και τους ποιητές και φιλοσόφους. Κι αυτό γιατί η “πόλις” καθίσταται κατανοητή ως έννοια και θεσμός μόνον ως σχέση συνεργασίας-συνύπαρξης μεταξύ της αγοράς (δημόσιος χώρος) και του λαού-κατοίκων-πολιτών ,αλλά και όλων εκείνων που κατέχουν την αρχή-εξουσία.

Άνδρες γαρ πόλις και ου τείχη ,ουδέ νήες ανδρών κεναί” (Θουκυδίδης,Η-77).

Τα παραπάνω λόγια συνιστούν όχι απλά έναν ορισμό της πόλης αλλά και μία προτροπή του Νικία προς τους στρατιώτες του για επίδειξη δύναμης και γενναιότητας. Γιατί η πόλη ανήκει στους πολίτες και όχι στην εξουσία κάποιου ηγεμόνα βασιλιά, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Αίμων στον πατέρα του τον Κρέοντα.

Πόλις γαρ ουκ έσθ, ήτις ανδρός εσθ ενός (Αντιγόνη).

Η παραπάνω θέση του Αίμονα προσδιορίζει και τα όρια της εξουσίας αλλά και τα καθήκοντα των πολιτικών προς την πόλη-λαό. Φυσικά το έργο-καθήκον των πολιτικών δεν εξαντλείται στο ελάχιστον, όπως αυτό περιγράφεται στα “Πολιτικά” του Αριστοτέλη.

του δε πολιτικού και του νομοθέτου πάσαν ορώμεν την πραγματείαν ούσαν περί πόλιν( Έργο του πολιτικού και του νομοθέτη είναι η φροντίδα της πόλης).

Ο Θουκυδίδης ορίζει με σαφήνεια τους κινδύνους για την πόλη και τους πολίτες που πηγάζουν από τους άρχοντες. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον λαϊκισμό αυτών( η ηδονή των λόγων)

τρισίν τοις ξυμφορωτάτοις τη αρχή, οίκτω, και ηδονή λόγων και επιείκεια”.

O οίκτος, η ηδονή λόγων και η επιείκεια είναι τα τρία επιβλαβή πράγματα για την πολιτεία. Γι αυτό οι Αθηναίοι θέσπισαν την υποχρεωτική λογοδοσία των αρχόντων πριν το στεφάνωμα-επευφημία.

«στεφανούν τον υπεύθυνον “επειδάν λόγον και ευθύνας της αρχής δω”».

Συναφή με τα καθήκοντα του πολιτικού-άρχοντα είναι και τα λόγια του Αγάθωνα.

Τον άρχοντα τριών δει μεμνήσθαι. Πρώτον ανθρώπων άρχει. Δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει. Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει”.

Ο άρχοντας-πολιτική εξουσία, δηλαδή, πρέπει να έχει κατά νουν τρία πράγματα: Πρώτον ότι διοικεί ανθρώπους. Δεύτερον ότι διοικεί σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας και τρίτον ότι δεν είναι αιώνιος άρχοντας Ο ίδιος ο Όμηρος αναφέρει δια στόματος Γλαύκωνα, προς τον Έκτορα (Ιλιάδα, Ρ 144).

Φράζεο νυν, όπως και πόλιν και άστυ σαώσης” .

Ωστόσο, ο Ευριπίδης καταγγέλλει την επιθετικότητα και αρπακτικότητα κάποιων ηγεμόνων που στο όνομα της εξουσίας τους καταλαμβάνουν ξένες πόλεις. Αποτέλεσμα αυτής της αρπακτικότητάς τους η καταστροφή τους.

μώρος δε θνητών όστις εκπορθεί πόλεις,/ ναούς τε τύμβους θ,ιερά των κεκμηκότων, / ερημία δους αυτός ώλεθ ύστερον” ( Τρωάδες, 95-97).

Την αλληλεπίδραση Πόλης και Πολιτών την αποδίδει με ακρίβεια ο Θουκυδίδης (Β60), τονίζοντας την ανάγκη μιας ευημερούσας πόλης για την σωτηρία-ευδαιμονία των πολιτών.

Εγώ γαρ ηγούμαι πόλιν ξύμπασαν ορθουμένην τους ιδιώτας ή καθέκαστον των πολιτών ευπραγούσαν, αθρόαν δε σφαλλομένην. Καλώς μεν φερόμενος ανήρ το καθ εαυτόν διαφθειρομένης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχών δε εν ευτυχούση πολλώ μάλλον διασώζεται” .

Μία πόλις ,δηλαδή, ωφελεί τα άτομα περισσότερο όταν αυτή ακμάζει στο σύνολό της, παρά όταν ευτυχεί ο κάθε ένας ατομικά, η δε πόλις δυστυχεί. Γιατί κάθε πολίτης που ευτυχεί ως άτομο, αν καταστραφεί η πατρίδα του, συμπαρασύρεται ασφαλώς στην καταστροφή, ενώ ο δυστυχών σε ευτυχούσα πατρίδα έχει μεγαλύτερη ελπίδα σωτηρίας.

Στα ύστερα χρόνια και ιδιαίτερα στο Βυζάντιο η πόλη ως έννοια και θεσμός ταυτίστηκε με την Κωνσταντινούπολη που για 1000 χρόνια δέσποζε ως χώρος (πολιτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, οικονομικά). Η κατάληψή της από τους Τούρκους συνοδεύτηκε από θρήνου αλλά και από την ιστορική απάντηση του Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β΄.

Το δε την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ άλλου των κατοικούντων ενταύθα” // “ Εάλω η Πόλις”

Η πόλη κατέστη σύμβολο και έτυχε ευρείας αναφοράς από πολλούς λογοτέχνες με κορυφαίο το ποίημα του Κ. Καβάφη “Η Πόλις”. Σε αυτό αποτυπώνεται η στενή σχέση Πολίτη και Πόλης και υπόρρητα δηλώνεται το αίσθημα του εγκλωβισμού που βιώνει ένας άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τόπο και ζωή. Γνωρίζει, ωστόσο, πως αυτό είναι ανέφικτο αφού η πόλη θα τον ακολουθεί παντού. Στο ποίημα διατυπώνονται οι διαψεύσεις όλων των προσδοκιών του ανθρώπου αλλά και αδυναμία-αποτυχία του να απαλλαγεί από το παρελθόν και τα λάθη του.

«Είπες “Θα πάγω σ άλλη γη, θα πάγω σ άλλη / θάλασσα. / Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. / Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι / γραφτή… / Η πόλις θα σε ακολουθεί”».

The post “Πρότερον ο Πολίτης Ζητητέον ”: Πόλις, Πολίτης, Πολιτική appeared first on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Σταθερότητα ή Επιστροφή στο Παρελθόν” / “Προοδευτική Κυβέρνηση ή Δεξιός Συντηρητισμός” / “Λογικές Προτάσεις για Αλλαγή ή ο Φθηνός Λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός”.

  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Τα παραπάνω συνθήματα τείνουν να κυριαρχήσουν στην προεκλογική περίοδο και στοχεύουν στην παγίδευση του πολίτη αφού είναι “υποχρεωμένος” να αποδεχτεί το ένα σκέλος τους. Ο διλημματικός χαρακτήρας των συνθημάτων αναδεικνύει τη δύναμη των λέξεων αλλά ταυτόχρονα και το πολωτικό κλίμα που επωάζει .

«Δυοίν Θάτερον»

Θα δικαιωθεί, λοιπόν, η “Τρίτη αρχή της Αριστοτελικής λογικής” (περί αποκλειομένου μέσου) και σε αυτές τις εκλογές; Αλήθεια οδηγούμαστε στην άκριτη αποδοχή πώς δεν υπάρχει, δεν χωρεί τρίτη άποψη μεταξύ τους;

Επειδή και στις μέρες μας τα διλήμματα κυριαρχούν – σε όλο το φάσμα της πνευματικής, κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής ζωής – θα γίνει μία προσπάθεια καταγραφής τους. Βέβαια τα διλήμματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά και ακολουθούν τη δομή του γνωστού ποιήματος του Ν. Εγγονόπουλου «Το γλωσσάριο των ανθέων».

Την πολιτική ή την ιδιώτευση;

Την πολιτική.

Τη διαμαρτυρία ή τη σιωπή;

Τη διαμαρτυρία.

Την αμφισβήτηση ή τη συμμόρφωση;

Την αμφισβήτηση.

Το πρόσωπο ή το προσωπείο;

Το πρόσωπο.

Την αποχή ή την συμμετοχή;

Τη συμμετοχή.

Την παραίτηση ή την αγωνιστικότητα;

Την αγωνιστικότητα.

Τις κραυγές ή τα επιχειρήματα;

Τα επιχειρήματα.

Την οργή ή την εγκράτεια;

Την οργή.

Την προσποίηση ή την ειλικρίνεια;

Την ειλικρίνεια.

Τη μαχητικότητα ή τον ενδοτισμό;

Τη μαχητικότητα.

Την αλήθεια ή το ψέμα;

Την αλήθεια.

Το Εμείς ή το Εγώ;

Το Εμείς.

Την ιδεολογία ή τα ιδεολογήματα;

Την ιδεολογία.

Τον ιδεοπλάστη ή τον ιδεοληπτικό;

Τον ιδεοπλάστη.

Την ύλη ή το πνεύμα;

Το πνεύμα.

Το χθες ή το σήμερα;

Το αύριο.

Τον εφησυχασμό ή την εγρήγορση;

Την εγρήγορση.

Το «ναι» ή το «όχι»

Το όχι.

Την υπερβολή ή τη μεσότητα

Τη μεσότητα.

Τη διαφορετικότητα ή την ομοιομορφία;

Τη διαφορετικότητα.

Την υπεροψία ή τη μετριοφροσύνη;

Τη μετριοφροσύνη.

Τις προκαταλήψεις ή τις προλήψεις;

Τον ορθολογισμό.

Τη θέση ή την αντίθεση;

Τη σύνθεση.

Τον ανταγωνισμό ή τη συλλογικότητα

Τη συλλογικότητα.

Τον άνθρωπο ή τη μηχανή

Τον άνθρωπο.

Την αδολεσχία ή τη βραχυλογία

Τη βραχυλογία.

Τη μνήμη ή τη λήθη

Τη μνήμη.

Τον κοινωνικό αποκλεισμό ή την κοινωνική ένταξη;

Την κοινωνική ένταξη.

Την ξενοφοβία ή την ανεκτικότητα

Την ανεκτικότητα.

Το «Sapere aude» ή το δόγμα;

Το «Sapere aude».

Τον Έγελο ή τον Μαρξ;

Τον Μαρξ.

Τον Παρμενίδη ή τον Ηράκλειτο;

Τον Ηράκλειτο.

Τον ιδεαλισμό ή το ρεαλισμό;

Τον ιδεαλισμό και το ρεαλισμό.

The post Το Γλωσσάριο του καλού Πολίτη appeared first on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

α. «Πού αλλού θα βρισκόμουν καλύτερα, παρά ανάμεσα στα τρία κέντρα της ύπαρξης: Τα σπίτια της αμαρτίας, την εκκλησία που τις συγχωρεί και το νοσοκομείο όπου πεθαίνεις” (Κ.Καβάφης).

β. «Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε ελληνίζων, αλλά ελληνικός» (Κ.Καβάφης)**.

γ. «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ / ΠΟΙΗΤΗΣ / ΘΑΝΩΝ ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΝ 29ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1933» (επιτύμβια πλάκα).

δ. Κ. Π. Καβάφης: 29 Απριλίου 1863 – 29 Απριλίου 1933.

  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο σημερινός αναγνώστης και μελετητής της ποίησης του Κ. Καβάφη θα ήταν δύσκολο και συνάμα άστοχο αν παραβλέψει ή προσπεράσει με ασύγγνωστη ταχύτητα τα παραπάνω στοιχεία-αναφορές (αυτοαναφορές) του ποιητή. Κι αυτό γιατί οι αυτοαναφορές αυτές (α, β) συνιστούν τα δομικά στοιχεία του ποιητικού του έργου και της λανθάνουσας πηγής της έμπνευσής του. Ο αλεξανδρινός ποιητής με μία αυτοβιογραφική ομολογία του φανερώνει τις βασικές συντεταγμένες της ποίησής του που καταυγάζουν το ρόλο-επιδράσεις τόσο των ερωτικών του επιλογών όσο και της πνευματικής ή ιδεολογικής του σχέσης με τον Ελληνισμό** ως Ιστορία ή Ιδέα.

Οι οίκοι ανοχής και τα χαμαιτυπεία της Αλεξάνδρειας, η ομοφυλοφιλία του αλλά και ο ιδιαίτερος τρόπος να προσεγγίζει και να μετουσιώνει σε ποιητικό δημιούργημα τα ιστορικά γεγονότα (κατά προτίμηση της Ελληνιστικής περιόδου) αποτελούν τους αναγκαίους ερμηνευτικούς κώδικες της ποίησης του Καβάφη. Η ταξινόμηση των ποιημάτων του σε Φιλοσοφικά, Ιστορικά και Ηδονικά, όσο σχηματική κι αν είναι, αποτυπώνει με περισσή ενάργεια το πλαίσιο αναφοράς της ποιητικής δημιουργίας. Μιας δημιουργίας που 160 χρόνια μετά τη γέννησή του (1863) και 90 χρόνια μετά το θάνατό του (1933) εξακολουθεί να είναι τόσο σύγχρονη και επίκαιρη.

Οι πολέμιοι του Καβαφικού έργου

Στα επετειακά αφιερώματα, ωστόσο, θα πρέπει να καταγραφούν και οι αντιδράσεις του ποιητικού κατεστημένου της εποχής εκείνης απέναντι στην ποίηση του Καβάφη. Οι αντίπαλοί του παραγνωρίζοντας και παραβιάζοντας τους κανόνες της – απούσας τότε – πολιτικής ορθότητας εστίασαν την κριτική τους και στις ερωτικές ιδιαιτερότητες του ανθρώπου Καβάφη.

Πρωταγωνιστής της αρνητικής υποδοχής και κριτικής της ποίησης του Κ. Καβάφη υπήρξε τότε ο ιεροφάντης του δημοτικισμού Κ. Παλαμάς που αδυνατούσε να κατανοήσει και να αποδεχτεί την τεχνοτροπία του Καβάφη στην οποία δέσποζε ο ελεύθερος στίχος και ο πεζολογικός χαρακτήρας. Κι αυτό γιατί ο Παλαμάς και η σχολή του αποθέωναν τον έμμετρο στίχο, την δημοτική γλώσσα και τα πολλά και ηχηρά επίθετα. Ειδικότερα έλεγε:

Ποιητής ο Καβάφης; Δεν ξέρω, ίσως να κάμνω λάθος… Μάλλον για ρεπορτάζ από τους αιώνες μοιάζουνε τα γραφτά του. Σκίτσα ιδεών, που πάνε να γίνουν καλά τραγούδια, αλλά παραμένουν ημιτελή σχεδιάσματα”.

Σε ανάλογο κλίμα και ύφος ήταν και η κριτική του Γ. Κορδάτου:

Απόστημα της λογοτεχνίας μας, γι αυτό πρέπει να αποκοπεί… Πιστεύω πως θάρθει ο καιρός, όπου ο Καβάφης θα ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν ο Αχ. Παράσχος κι άλλοι ποιητές που είχαν μεγάλη δημοσιότητα”.

Ο Γ. Κορδάτος έντονα επικριτικός στην ποίηση του Καβάφη σε ένα άλλο επίπεδο σημείωνε πως ο ποιητής “απηχούσε το πνεύμα της απαισιοδοξίας και τις ιδέες της παρακμής… Ορισμένα ποιήματά του εκφράζουν την πίκρα που αισθανόταν για τον ξεπεσμό του και το μίσος ενάντια στους νεόπλουτους”.

Οι υπερασπιστές του Καβάφη

Ωστόσο, στο ποιητικό αρχιπέλαγος του Παλαμά και των παλαμιστών υπήρξαν και επώνυμες φωνές που εκθείαζαν την ποίηση του Καβάφη. Ήταν όλοι εκείνοι που στην καβαφική ποίηση διέκριναν το νέο και το πρωτοποριακό στοιχείο τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Ειδικότερα ο Σεφέρης τόνιζε:

Το έργο του Καβάφη είναι ένα και μόνο ποίημα εν προόδω που το τερματίζει ο θάνατος”.

Σε ανάλογο ύφος και κλίμα ήταν και η υπεράσπιση του Κ. Βάρναλη “Χωρίς αμφιβολία ο Καβάφης είναι ένας μοναδικός ιδιότυπος ποιητής. Ασεβής σε όλα, από τη μορφή ίσαμε την ουσία…. Το περιεχόμενο αυτής της ποίησης είναι σχεδόν ένα επεισόδιο ιστορικό ή προσωπικό του ποιητή”.

Στον κύκλο των υπερασπιστών του Καβαφικού έργου ανήκε και ο Ν. Καζαντζάκης ο οποίος μεταξύ άλλων έγραφε: “ Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού θαρραλέου”.

Η αξιολόγηση του Καβαφικού έργου που ακολουθεί αποδείχτηκε άκρως προφητική για τη διαχρονικότητά του.

Ο Καβάφης, κατά την γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότης του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς τη διανοητική συγκίνηση, η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητας, η ελαφρά ειρωνεία του, αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακινημένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού. Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέσι σ’ έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα” (απόσπασμα από το «αυτοεγκώμιο»).

Η αξία και η διαχρονικότητα των ποιημάτων του Καβάφη καθίστανται πιο εμφανείς στο βαθμό που πολλοί στίχοι του ανιχνεύονται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, όπως: “Σαν βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη», «Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;», «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω», «Σαν έτοιμος από καιρό…».

Αλήθειες ζωής και διαχρονικές Ιδέες

Αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στη νεοελληνική ποίηση το γεγονός πως πολλοί στίχοι του Καβάφη χρησιμοποιούνται για να αναδείξουν κάποιες κρυμμένες και διαχρονικές αλήθειες και ιδέες της ανθρώπινης ζωής. Ο διδακτικός τόνος των ποιημάτων σε συνδυασμό με τον προτρεπτικό τους χαρακτήρα διαμορφώνουν για τον αναγνώστη έναν κώδικα ερμηνείας και κατανόησης της πραγματικότητας που μάς περιβάλλει αλλά και ένα πολύτιμο εργαλείο αυτογνωσίας και ανθρωπογνωσίας.

Αρωγός σε όλα αυτά τα παραπάνω και η αποφθεγματική μορφή πολλών στίχων που ενσωματώθηκαν στο λεξιλόγιό μας καθώς και στις κοινωνικές μας σχέσεις.

Η σταχυολόγηση που ακολουθεί είναι ενδεικτική του πλούτου της ποιητικής δημιουργίας του Καβάφη και δεν ενέχει κανένα αξιολογικό στοιχείο.

Α. Ο εγκλωβισμός και τα αδιέξοδα του ανθρώπου.

Είπες «Θα πάγω σ΄άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλην θάλασσα. / Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή / Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. / Η πόλις θα σε ακολουθεί…»” (Η Πόλις”).

Οι παραπάνω στίχοι αποτυπώνουν με δραματικότητα το αίσθημα του εγκλωβισμού του ανθρώπου που αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή του. Το ανέφικτο του στόχου του αισθητοποιεί πέραν όλων των άλλων αρνητικών συναισθημάτων και την οδυνηρή διάψευση κάθε προσδοκίας αλλά και την συνειδητοποίηση της πλήρους αδυναμίας του ανθρώπου να αποδεσμευτεί από το παρελθόν του.

Ο ποιητής με απόλυτο τρόπο διακηρύσσει πως δεν υπάρχει καμία προοπτική να απεγκλωβιστούμε από ένα πλαίσιο ζωής που χτίσαμε πάνω σε λάθη και πως τα λάθη αυτά και οι επιλογές μας θα μάς ακολουθούν παντού και πάντα ( “Η πόλις θα σε ακολουθεί”).

B. Oι κίνδυνοι από τα Μεγαλεία

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. / Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις / αν δεν μπορείς με δισταγμό και προφυλάξεις / να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις, / τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι”(“Μάρτιαι Ειδοί”).

Ο ποιητής προειδοποιεί όσους εμμονικά στοχεύουν την εξουσία και τα μεγαλεία πως αυτό το πάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο για την ίδια την ζωή τους. Προτρέπει, επίσης, να χαλιναγωγούμε τις φιλοδοξίες μας γιατί μπορούν από μία δημιουργική δύναμη να εξελιχθούν σε μία ανεξέλεγκτη τραγωδία μας.

Συμβουλεύει, επίσης, μία προσεκτική διαχείριση των προνομίων που απορρέουν από τα “μεγαλεία” γιατί τα ίδια αυτά μεγαλεία μπορεί να μάς φέρουν σε μία κατάσταση Οίησης και Ύβρης και απώλειας της αυτογνωσίας. Η προσωπική ανάδειξη, όσο κι αν συνιστά μία εσώτατη ανάγκη, δεν πρέπει να μάς αλλοτριώνει και να μάς απομακρύνει από το μέτρο και την ανθρώπινη ταπεινότητα. (“μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων”, «Ο Δαρείος»).

Γ. Η αξιοπρέπεια μπροστά στην απώλεια

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, / αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει” (“Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”).

H απώλεια όλων εκείνων για τα οποία ξοδέψαμε τη ζωή μας δεν πρέπει να μας καταβάλει, ούτε να μας οδηγεί σε συμπεριφορές και αντιδράσεις που ακυρώνουν την αξιοπρέπειά μας. Ο ποιητής προτείνει τη διατήρηση της συναισθηματικής μας ισορροπίας και την αποφυγή κάθε συναισθηματικού ξεσπάσματος και πανικού.

Ο άνθρωπος πρέπει να γυμνάζεται στην απώλεια και στην αποδοχή κάποιων αναγκαιοτήτων της ζωής μας. Οι συμφορές και οι αποτυχίες συνιστούν κομμάτι της φθαρτής μας ύπαρξη, όπως και οι επιτυχίες και τα μεγάλα άλματα. Η ψυχραιμία, η αξιοπρέπεια και η υπομονή είναι αυτά που κοσμούν τον ανώτερο άνθρωπο και όχι τα βίαια συναισθήματα και οι μεγάλες απογοητεύσεις.

Εξάλλου όλα έχουν κάποτε το τέλος τους. Όλα κάποτε χάνονται και γι αυτό αρμόζει μία αξιοπρέπεια και γενναιότητα στην απώλεια ”Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις”.

Δ. Οι Φοβίες μας – Τα τέρατα της Ψυχής μας

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, / τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, / αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, / αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου” (“Ιθάκη”).

Η επιστήμη της ψυχολογίας θεωρεί πως τις περισσότερες φορές οι κίνδυνοι δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση, αλλά είναι προϊόν της δικής μας φοβίας και ανασφάλειας. Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες ως μυθικά όντα αισθητοποιούν τις εσωτερικές μας αδυναμίες, φοβίες, ανασφάλειες και ψυχικά αδιέξοδα. Οι άνθρωποι, δηλαδή, συνηθίζουν μέσα από τους αμυντικούς μηχανισμούς και ιδιαίτερα της προβολής να προβάλλουν τις αγωνίες και ανησυχίες τους στον εξωτερικό κόσμο δίνοντας σε αυτές διάφορα ονόματα.

Όσο περισσότερο νιώθουμε ανέτοιμοι, αδύναμοι και ανίκανοι, άλλο τόσο περισσότερα εμπόδια και κινδύνους φανταζόμαστε και πλάθουμε με την σκέψη μας. Οι μυθικές μορφές των τεράτων είναι απότοκα του ανορθολογισμού μας και της προσωποποιημένης αδυναμίας μας καθώς και του χαμηλού δείκτη αυτοεκτίμησης.

Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που οι φοβίες μας δρουν πολλαπλασιαστικά στην διόγκωση κάποιων προβλημάτων ή στην δραματοποίηση κάποιων μικρών. Η πρόταση του ποιητή για την υπέρβαση όλων αυτών είναι σαφής «Τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, / αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή / συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει».

Ε. Το αίσθημα της απόλυτης ήττας

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων. / είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων…./ Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία” (“Τρώες“) .

O Καβάφης περιγράφει με περισσή καθαρότητα το αίσθημα και το βίωμα της αναπότρεπτης ήττας του ανθρώπου μπροστά στα προβλήματα της ζωής. Εκφραστής μιας “ηρωικής” πεσσιμιστικής αντίληψης και θέασης της πορείας του ανθρώπου – που δεν απέχει και πολύ από τον Σοπενχάουερ – δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδα και υπέρβαση της μοίρας μας. Είναι κατηγορηματικός για την αναπότρεπτη ήττα και πτώση.

Η χρήση του α’ πληθυντικού προσώπου καταδεικνύει την καθολικότητα ενός προσωπικού βιώματος, που δεν αφήνει προσδοκίες για ανατροπή των μηχανισμών της συμφοράς που επέρχεται ως αναγκαιότητα. Κάπου στο σημείο αυτό αντιγράφει τον Σοφοκλή από την τραγωδία Αντιγόνη «Ουδέν έρπει θνατών βιότω πάμπολυ γ’ εκτός άτας» (ο βίος των θνητών καιρό δε σέρνεται πολύ έξω από της συμφοράς το μονοπάτι).

Για τον Καβάφη οι προσπάθειες δεν αρκούν για να αποτρέψουν της επερχόμενη βέβαιη ήττα και πτώση «Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή» (“Η Πόλις”).

ΣΤ. Το βίωμα της μοναδικότητας

Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. / Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου / πάντα βάζω-/ που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των / που μισώ) / που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ΄ εγώ εκεί / απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό / ποσό / δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί” (“Πρόσθεσις”).

Ένα ποίημα σε μία στροφή. Με λιτότητα και χωρίς συναισθηματικούς πλεονασμούς ο ποιητής προσπαθεί να ορίσει εκείνο το στοιχείο που συνιστά το υπόβαθρο της ευτυχίας του. Από την αρχή δηλώνει πως απεχθάνεται τα μεγάλα αθροίσματα και τις απρόσωπες προσθέσεις. Οι ανθρώπινες μάζες ως προσθέσεις ανθρώπων τον αφήνουν αδιάφορο. Απορρίπτει την ψευδαίσθηση της ευτυχίας που υπόσχεται η συναρίθμηση στα μεγάλα ανθρώπινα πλήθη.

Μοναχικός και εσωστρεφής ο Καβάφης, αλλά όχι και μισάνθρωπος, αποφεύγει τους μεγάλους “ανθρώπινους καταλόγους” και διεκδικεί την διάσωση της ιδιαιτερότητάς του μακριά από το “χωνευτήρι ταυτοτήτων” του άμορφου πλήθους. Δεν το κάνει από ελιτισμό ή από περιφρόνηση προς το λαό, αλλά από μία βαθιά πεποίθηση πως η μοναδικότητα της ύπαρξής μας δεν μπορεί να ανθοφορήσει στην εξομοίωση που επιβάλλουν οι μηχανισμοί της κοινωνίας.

Η αριθμοποίηση των μεγαλουπόλεων τρομάζει τον ποιητή και αναζητά την ευτυχία στην “αφαίρεση” και στο “πρόσωπο” και όχι στο προσωπείο των προσθέσεων. Μπορεί το τίμημα της διάσωσης της διαφορετικότητας και της αυτονομίας να είναι μεγάλο, αλλά αξίζει να το επιχειρήσει κάποιος μακριά από τις ισοπεδωτικές “συνάφειες” των ανθρώπων.

Η στάση αυτή του ποιητή είναι απόλυτη, όπως ανευρίσκεται και σε άλλα ποιήματά του. Το πλήθος και οι προσθέσεις μάς αλλοτριώνουν «Την ζωή σου…/ μην την εξευτελίζεις / μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου / μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες»(«Όσο Μπορείς») .

Ζ. Το πέρασμα του Χρόνου και η νοσταλγία της Νιότης

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα / …Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. / Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια(“Απ’ τες εννιά”).

Η μοναξιά, η νοσταλγία, το ημίφως και η ταχύτητα του χρόνου διαπλέκονται αρμονικά στο ποίημα για να δώσουν το πικρό παράπονο με την μορφή μιας οδυνηρής διαπίστωσης πως ο χρόνος περνά γρήγορα. Το φως της αναμμένης λάμπας διακονεί την επιστροφή του ποιητή στο παρελθόν, όπου η νιότη και το «είδωλον του νέου σώματος» ενεργοποιούν τις μνήμες κάποιων ξεχωριστών ηδονικών στιγμών (“Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι”, «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου, Ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.χ.»)

Οι αναμνήσεις και η αναπόληση κυριαρχούν στο ποίημα και βοηθούν τον ποιητή σε μία νοητή απόδραση στο παρελθόν στα ηδονικά χρόνια της νιότης του. Ωστόσο ο ποιητής δεν αφήνεται αιχμάλωτος στη μελαγχολία, αλλά με κάποιο κρυφό παράπονο διαπιστώνει, αλλά και υπενθυμίζει σε όλους μας πως τα πάντα φεύγουν γρήγορα και τίποτα δεν μένει ίδιο. Ο Ηράκλειτος από την άλλη πλευρά. (“Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, / τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν”, «Κεριά»).

Οι δείκτες του ρολογιού και του χρόνου εξακολουθούν να γυρίζουν χωρίς αισθήματα και αναστολές. Αυτή είναι η πραγματικότητα και με την οποία είμαστε υποχρεωμένοι ως πεπερασμένα όντα να συμβιβαστούμε και να αποδεχτούμε ό,τι καλό μάς προσφέρει.

Ευχαριστούμε Έλληνα Ποιητή

Η σταχυολόγηση και η ανάλυση κάποιων στίχων του Καβάφη καταδεικνύει όχι μόνον τον φιλοσοφικό στοχασμό του αλλά και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο συναρμολόγησε τα διάφορα κομμάτια του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Έτσι μοιάζουμε να νιώθουμε πως ως σημερινοί αναγνώστες (παρόν) των καβαφικών ποιημάτων που αναφέρονται σε γεγονότα του παρελθόντος ζούμε το επερχόμενο μέλλον, αφού οι αλήθειες που αναδύονται από την καβαφική ποίηση προβάλλονται στο βάθος του χρόνου.

Κι αυτό γιατί σύμφωνα και με τον Στρατή Τσίρκα το καβαφικό έργο εκόμισε:

Βάθος χρόνου, βάθος οράματος, βάθος σκέψης, βάθος συγκίνησης”.

Ευχαριστούμε “Παγκόσμιε Έλληνα Ποιητή” για όσες αλήθειες της ζωής μάς δίδαξες, για όσες ιδέες μάς ενέπνευσες και για όσα μαθήματα μάς έδωσες με την λεπτή σου ειρωνεία που ποτέ δεν πρόσβαλε κανέναν παρά φανέρωνε την ανθρώπινη ματαιοδοξία, την κενότητα κάποιων “υψηλόφρονων” και την αξία να μένουμε ο εαυτός μας όταν όλα γύρω μας πλέκουν τον ιστό της ομοιομορφίας και της έκπτωσης του ανθρώπου σε έναν “αριθμό”.

*Παγκόσμιος: ”Ο Καβάφης είναι μαζί με τον Αργεντινό Μπόρχες και τον Πορτογάλο Πεσσόα ένας από τους τρεις ποιητές της λογοτεχνικής περιφέρειας που, παρότι δεν βρίσκονται εν ζωή, έχουν σήμερα παγκόσμια απήχηση και αποτελούν σημεία αναφοράς για την καλλιτεχνική ιδιοτυπία τους”(Νάσος Βαγενάς).

** Έλλην-Ελληνικός: To ” Έλλην” ο Ποιητής το συνέδεε με το αίμα, την καταγωγή, το δε “Ελληνικό” με το πνεύμα, τη στάση.» «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός- / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν. / εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν» (“Επιτύμβιον Αντιόχου, Βασιλέως Κομμαγηνής”) και «Βγήκαμε εμείς./ ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας» (“Στα 200 π.χ.).

The post Ένας “Παγκόσμιος”* Έλληνας: Κ.Π. Καβάφης appeared first on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Απιστία πίστιν βεβαίαν εγέννησε” (Υμνογράφος).

  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Πολλοί είναι εκείνοι που χαρακτήρισαν τον «άπιστο» Θωμά ως τον άγιο της Αμφισβήτησης. Μπορεί, βέβαια, η δική του αμφισβήτηση να μην είχε όλα εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την Φιλοσοφική, ιδεολογική, κοινωνική ή πολιτική αμφισβήτηση, όπως αυτή εκφράστηκε ιστορικά μέσα από διάφορα κοινωνικά,πολιτικά και φιλοσοφικά κινήματα. Ωστόσο ήταν ο μόνος από όλους τους μαθητές που ζήτησε τεκμήρια και αποδείξεις για την Ανάσταση του Χριστού.

Έτσι η «απιστία» του Θωμά, ενός περιθωριακού αγίου της εκκλησίας μας, καταγράφει τους ποικίλους αναβαθμούς της αμφισβήτησης ως ιστορικού πνευματικού φαινομένου. Η δυσπιστία, η απιστία, η διαφωνία, η αμφιβολία, η αντίρρηση και η αμφισβήτηση συνθέτουν το πλαίσιο το οποίο επώασε την λογική πορεία του ανθρώπου και κατά ακολουθία την απαίτησή του να κατανοήσει και να ερμηνεύσει με λογικούς όρους και αποδείξεις την περιβάλλουσα πραγματικότητά του.

«…Ότι εώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».

Η επιστήμη και το κίνημα του διαφωτισμού χάραξαν μία διαφορετική πορεία από αυτήν που πρότεινε ο Χριστός. Η απόδειξη, το τεκμήριο και η λογική στήριξη κάθε πρότασης συνιστούν τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού και της προόδου.

«Νάφε και μέμνασ’ απιστείν∙ άρθρα ταύτα ταν φρενών» (Nα είσαι νηφάλιος και θυμήσου να δυσπιστείς. Αυτές είναι οι αρθρώσεις του νου, Επίχαρμος).

Η καθημερινότητα, εκτός από τα θέματα της επικαιρότητας (επιδημία, πολιτική…), αποτελεί πηγή έντονων συζητήσεων και αμφισβητήσεων. Άλλοτε μάς πιέζει να αποδεχτούμε άκριτα τις απαντήσεις που δίνονται σε κάποια ερωτήματά μας και άλλοτε πυροδοτεί νέες ερωτήσεις και αμφισβητήσεις. Οι φιλόσοφοι και οι κοινωνιολογούντες προσπαθούν να οριοθετήσουν τα γνωρίσματα τόσο εκείνων που δεν αρέσκονται στην «αντιλογία» και στις αμφισβητήσεις όσο και εκείνων που εύκολα ρέπουν στη διαφωνία και στην αμφισβήτηση. Πολλές φορές η αμφισβήτηση κατηγορήθηκε ως αιτία κοινωνικών συγκρούσεων και ως διαλυτικό στοιχείο της κοινωνικής ευρυθμίας.

Δεν λείπουν, όμως, και οι ύμνοι προς τους αμφισβητίες, αφού σε αυτούς ανιχνεύουν ή αναζητούν τα υγιή στοιχεία μιας κοινωνίας που πυροδοτούν την ανανέωση, τις αλλαγές και την εξέλιξη. Μπορεί η αμφισβήτηση ως πνευματικό φαινόμενο και οι αμφισβητίες ως υποκείμενα ανατρεπτικής ή επαναστατικής δράσης να φοβίζουν τους «νομιμόφρονες» και τους δειλούς, αλλά σε αυτούς προβάλλουν το απωθημένο είδωλο των εξεγέρσεών τους που δεν τόλμησαν.

Οι δύο πνευματικές στάσεις

Στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης έχει παρατηρηθεί πως είναι ατελέσφορο και ανόητο να αποδεχόμαστε ως απόλυτα, δεδομένα και αναμφισβήτητα φαινόμενα πνευματικά που από τη φύση τους είναι σύνθετα. Τέτοια μπορεί να είναι η ελευθερία, η ηθική, η ατομική ευθύνη, το δίκαιο, η ευτυχία και πολλά άλλα. Από την άλλη πλευρά, όμως, εξίσου επικίνδυνο είναι να θεωρούμε τα πάντα ως απροσδιόριστα εννοιολογικά και νοηματικά ασύλληπτα. Κι αυτό γιατί όλα θεωρούνται υποκειμενικά, ρευστά και λογικά απρόσιτα και απροσπέλαστα.

Η πρώτη στάση ενδέχεται να οδηγήσει στην πνευματική ραθυμία και απραξία και σε επιδερμικές ερμηνείες. Η δεύτερη όταν γενικευτεί υπάρχει ο κίνδυνος να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στη λογική και στη λειτουργία της σκέψης του ανθρώπου. Και οι δύο στάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε πνευματικές τερατογενέσεις. Τέτοιες μπορεί να είναι η μονοδιάστατη θεώρηση και προσέγγιση της πραγματικότητας και της αλήθειας. Από την άλλη επωάζεται ένας αρρωστημένος σχετικισμός ή και μηδενισμός. Οι δύο αυτές αντίθετες στάσεις, όταν συνοδεύονται από τον ακραίο δογματισμό και από τον επιπόλαιο και ασυλλόγιστο σκεπτικισμό μπορούν να ναρκοθετήσουν το οικοδόμημα της γνώσης και γενικότερα να αναστείλουν την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου.

«Το να αμφιβάλλεις για όλα και να πιστεύεις σε όλα, είναι πολύ βολικά – και τα δύο – γιατί σε απελευθερώνουν από την ανάγκη να σκέφτεσαι». (Ανρί Πουανκαρέ)

Αμφισβήτηση και Σκέψη

Σύνθεση των δύο παραπάνω ακραίων πνευματικών κινημάτων και φιλοσοφικών ρευμάτων αποτελεί η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ. Δεν είναι ένα νόθο τέκνο, ένα υβρίδιο αλλά μία γνήσια λειτουργία της ανήσυχης ΣΚΕΨΗΣ, που δεν βολεύεται στα παραδεδομένα και αυτονόητα αλλά ανιχνεύει την αλήθεια και τη γνώση στην αθέατη πλευρά της πραγματικότητας. Η αμφισβήτηση από τη φύση της αποτελεί μία «μεσότητα». Συνυφαίνει, δηλαδή, τη γνώση και παραδοχή κάποιων στοιχείων της κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας (ως αναγκαιότητας) και το «αμφιβάλλω για όλα» (dubito de οmnibus).

Η αμφισβήτηση ως νοητικό φαινόμενο αισθητοποιεί με τον πιο εναργή τρόπο τις ταλαντώσεις και τα κύματα της ανθρώπινης σκέψης. Γονιμοποιείται από αυτήν αλλά και την τροφοδοτεί με νέα ερεθίσματα και δεδομένα. Η ανθρώπινη σκέψη δεν χαρακτηρίζεται από μία ήρεμη στατικότητα και από μία επίπεδη πορεία, όπου το ανθρώπινο πνεύμα ακυρώνει τα «πετάγματά» του για να εφησυχάσει στα επιτεύγματα του παρελθόντος. Αντίθετα, υπερβαίνοντας τον αλλοτριωτικό εφησυχασμό και τη άγονη αποδοχή των δεδομένων του παρόντος οδεύει στην επανεξέταση όλων εκείνων των στοιχείων του πολιτισμού που απειλούν με πνευματική και κοινωνική διάβρωση τις δυνάμεις της αλλαγής.

Η σκέψη χωρίς την αμφισβήτηση είναι ελλειμματική και ακρωτηριασμένη. Η αμφισβήτηση χωρίς την ανήσυχη σκέψη και την πνευματική «απορία» είναι αδύνατη. Η αμφισβήτηση εκφράζει την επιθυμία του ανθρώπου για αλλαγή και ανανέωση. Αποτελεί την αφετηρία μιας δημιουργικής αντιπρότασης για το νόημα της ζωής, τις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνική οργάνωση και γενικά για ό,τι συνέχει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η αμφισβήτηση επίσης χαρακτηρίζεται από το πνεύμα της ανατροπής αλλά όχι όμως και της καταστροφής.

Στόχος της, δηλαδή, δεν είναι μόνο το γκρέμισμα των παλιών και φθαρμένων ιδεών, θέσεων και θεσμών αλλά και το χτίσιμο νέων. Αν η αμφισβήτηση αρκούνταν μόνο στην ανατροπή χωρίς την προβολή της αντιπρότασης τότε θα ταυτιζόταν με τον ισοπεδωτισμό και το στείρο αρνητισμό.

«Είμαι εγώ ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο χτίστης/ ο ακριβογυιός της άρνησης κι ο ζηλευτής της πίστης» (Κ. Παλαμάς)

Η ερμηνεία της αμφισβήτησης

Η αμφισβήτηση ως κοινωνικό φαινόμενο έγινε αντικείμενο πολλών και αντικρουόμενων ερμηνειών. Αυτές όμως που ξεχώρισαν έδωσαν μία πιο πειστική απάντηση στη φύση και στις αιτίες της αμφισβήτησης είναι δύο.

Η πρώτη δέχεται πως είναι προϊόν λογικών διεργασιών και διανοητικής επεξεργασίας των δεδομένων μιας πραγματικότητας. Η θεωρία αυτή δέχεται, δηλαδή, και ερμηνεύει την αμφισβήτηση ως πνευματικό αποτέλεσμα που έχει να κάνει με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Η θέση αυτή εκλαμβάνει την αμφισβήτηση κατά κύριο λόγο ως ένα θεωρητικό σε πρώτη φάση κατασκεύασμα. Είναι οι υπέρμαχοι της ιδεαλιστικής σχολής που πρεσβεύουν πως κάθε σκέψη, δημιούργημα ή φαινόμενο έχει το πρότυπό του σε μία αναλλοίωτη αρχέτυπη μορφή – κατάσταση, με την οποία μόνο η λογική του ανθρώπου, κι αυτή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να έρθει σε επαφή.

«dubito, ergo sum»

Η δεύτερη θεωρία υποστηρίζει πως η αμφισβήτηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αντίδραση σε ένα ερέθισμα που εκπέμπεται από το ευρύτερο περιβάλλον (φυσικό – κοινωνικό). Οι υλικοί όροι, δηλαδή, διαβίωσης του ανθρώπου, οι συνθήκες ζωής, οι μηχανισμοί ελέγχου της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού καθώς και όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει, εργάζεται και αναπτύσσεται αποτελούν το πρωτογενές υλικό για την ευδοκίμηση της αμφισβήτησης. Οι θεωρητικοί αυτής της άποψης δίνουν προτεραιότητα στον υλικό παράγοντα με την έννοια ότι αυτός συνιστά το βασικό όρο ύπαρξης του ανθρώπου, ως βιολογικής οντότητας. Η μαρξιστική θεωρία υποστηρίζει πως το «είναι» του ανθρώπου διαμορφώνεται από το «κοινωνικό είναι» και πως κάθε θεωρητική ή ιδεολογική – πνευματική πράξη ενοικεί στο «εποικοδόμημα».

Τις δύο παραπάνω – ακραίες κάπως – θεωρίες συνθέτει μία τρίτη που δέχεται πως οι υλικοί παράγοντες (κοινωνικές συνθήκες) τροφοδοτούν και διαμορφώνουν τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, προσδιορίζουν και καθορίζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά του αλλά όχι σε απόλυτο βαθμό. Θεωρούν, δηλαδή, πως η σκέψη αυτονομείται ως ένα σημείο και λειτουργεί ως πυροκροτητής κάθε πνευματικής αναζήτησης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Έτσι η αμφισβήτηση προβάλλεται ως ένα διαχρονικό φαινόμενο που πηγάζει τόσο από την πνευματική φύση του ατόμου όσο και από τους υλικούς όρους ύπαρξής του.

Επιμύθιο

«Αν κάποιος ξεκινήσει με βεβαιότητες, θα καταλήξει σε αμφιβολίες, αν όμως αρχικά αρκεστεί στις αμφιβολίες, θα καταλήξει σε βεβαιότητες». (Φράνσις Μπέϊκον)

Πέρα, όμως, από τις ερμηνείες που δόθηκαν για τη φύση και τα αίτια της αμφισβήτησης εκείνο που καταγράφεται ως ιστορική πραγματικότητα είναι το γεγονός πως η νεότητα είναι ο κατεξοχήν φορέας έκφρασής της. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας οδηγεί σε λανθασμένα στερεότυπα του τύπου: «Η νεότητα είναι φορέας αμφισβήτησης». Τα στερεότυπα από τη φύση τους είναι απλουστευτικά και τείνουν να γενικεύουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις.

Όντας, λοιπόν, η αμφισβήτηση τέκνο της γόνιμης αμφιβολίας και της δημιουργικής σκέψης στοχεύει στην επαναξιολόγηση των δεδομένων και στην προβολή ενός νέου σχήματος για την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η αμφισβήτηση θεωρεί πως η αλήθεια είναι ένας κινούμενος στόχος και όχι μία άτεγκτη βεβαιότητα. Επιπρόσθετα τα πνεύμα της αμφισβήτησης δεν κινείται στο χώρο του μηδενισμού αλλά προϋποθέτει τη γνώση και την αναζητεί ταυτόχρονα.

«Πίστεψε εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβήτησε εκείνους που τη βρήκαν» (Ζιντ)

The post O «άπιστος» Θωμάς: Ο “άγιος” της Αμφισβήτησης (Η Αμφισβήτηση ως πυροκροτητής αλλαγών) first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος”

  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο κάποιες φράσεις από τα Ευαγγέλια και την Υμνογραφία της Μ. Εβδομάδας στοίχειωσαν στην μνήμη μου από την παιδική ακόμη ηλικία μου. Τακτικός τρόφιμος της κατανυκτικής ατμόσφαιρας της Μ. Εβδομάδας στο χώρο του ναού του χωριού μου αντιμετώπιζα με δέος την πορεία του Χριστού προς την Σταύρωση. Μία πορεία που στο παιδικό και εφηβικό μου μυαλό προκαλούσε θαυμασμό και πολλές απορίες.

Συνεπιβάτης μου σε αυτήν συνάντηση με τα Πάθη του Χριστού τα κείμενα των ευαγγελιστών και των υμνωδών της εκκλησίας μας. Τα κείμενα αυτά απέδωσαν με λιτότητα και αυστηρότητα την πορεία του Ιησού από το μυριόστομο “Ωσαννά” στο “άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν”. Από τον θρίαμβο στην άκρα ταπείνωση και στον σταυρικό θάνατο. Πώς να τα ερμηνεύσει και να τα εξηγήσει όλα αυτά το παιδικό και εφηβικό μου μυαλό;

Από αυτήν την πορεία του Ιησού εκείνα τα στοιχεία που με προβλημάτισαν τότε έντονα και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να δοκιμάζουν τις σχέσεις της Λογικής και της Πίστης είναι:

* Γιατί ο Χριστός επέλεξε το Εκούσιον Πάθος”;

** Ποιος και πώς μπορεί κάποιος να παρασύρει έναν λαό και να τον οδηγήσει από το θριαμβευτικό “Ωσαννά στo καταδικαστικό “Άρον, άρον , Σταύρωσον αυτόν”;

*** Ένας Σταυρικός Θάνατος πώς έτυχε της συγχώρησης του αδικαιολογήτως παθόντα με εκείνο το εμβληματικό “Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν”;

Παράλληλα με τα παραπάνω ερωτήματα αναφύονταν κι άλλα ερωτήματα στην προσπάθειά μου να βρω τις δέουσες απαντήσεις. Κάθε φορά, όμως, που διατύπωνα μία απάντηση ακολουθούσε μία άλλη ομάδα ερωτημάτων. Το πλήρες αδιέξοδο. Τώρα καταλαβαίνω πόση αλήθεια κρύβεται στη θέση του Μανουέλ Μονταλμπάν από το βιβλίο του “Τι το κάνατε το είδωλο της δημοκρατίας;”

Ορισμένες απαντήσεις απέτυχαν, εξακολουθούν, όμως, να ισχύουν οι ερωτήσεις”.

H ανάλυση των παραπάνω ερωτημάτων συνιστά μία ακόμη προσπάθεια να βρω μία πειστική απάντηση για όλα αυτά που στοίχειωσαν στην μνήμη μου από τότε που αναζητούσα ένα «Γιατί» για όλα τα πράγματα. Οι δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος είναι μεγάλες στο βαθμό που συγκρούονται οι δύο κύκλοι. Ο κύκλος του Ορθολογισμού και ο κύκλος της Πίστης. Οι δύο αυτοί κύκλοι όταν τέμνονται στην ανάλυση και κατανόηση κάποιων φαινομένων δημιουργούν πολλές φορές λογικά παράδοξα και ερμηνευτικά τέρατα.

Ωστόσο και παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα θα επιχειρηθεί μία ερμηνευτική προσέγγιση εκείνων των ερωτημάτων που μέχρι και σήμερα κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου και ιδιαίτερα τις ημέρες που στους ναούς ακούγονται τα αριστουργήματα – γλωσσικά και μουσικά – των ευαγγελιστών και των υμνογράφων.

Το “Εκούσιον Πάθος”

Ερχόμενος ο Κύριος, προς το εκούσιον Πάθος, τοις Αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ. Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού”.(Όρθρος Μεγάλης Δευτέρας, στιχηρό των Αίνων, ήχος α΄).

Το καίριο στοιχείο από τον παραπάνω ύμνο είναι το «εκούσιον», δηλαδή με τη θέλησή του. Ο Χριστός, δηλαδή, πάσχει ως θνητός. Στον Χριστό συνυπάρχουν οι δύο φύσεις, αυτή του ανθρώπου-θνητού και του Θεού, χωρίς να συγχέονται μεταξύ τους.

Με αυτά τα δεδομένα, της διφυούς υπόστασης του Χριστού – Θεανθρώπου, εύκολα αναδύεται το ερώτημα αν ό Χριστός ως Θεός θα μπορούσε να αποφύγει την βασανιστική πορεία προς την σταύρωση ή ήταν κάτι προδιαγεγραμμένο που υπερέβαινε και την ανθρώπινη βούλησή του, όπως διαφαίνεται κι από το «καθώς γέγραπται περί αυτού».

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στη εκπεφρασμένη δήλωση του Θεανθρώπου πως όσα υφίσταται τα υφίσταται εκούσια και χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Τα πάθη, δηλαδή, του Ιησού αποτελούν την απαρχή της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους και της λύτρωσής του από τα αμαρτήματα του παρελθόντος, για τα οποία βέβαια δεν έχουν ευθύνη οι άνθρωποι της εποχής του.

Η Θεία Οικονομία συνιστά το απόλυτο τεκμήριο της θυσίας και της αγάπης του Χριστού προς τον διαχρονικό άνθρωπο. Τα σωτήρια Πάθη καταυγάζουν την άφατη μακροθυμία του Θεανθρώπου προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Αυτή η άμετρη φιλανθρωπία του έθεσε τις βάσεις του ηθικού και αξιακού μας συστήματος ως κοινωνίας ανθρώπων.

Ωστόσο, και χάριν της τεχνικής των “δισσών λόγων” των αρχαίων Ελλήνων και του υγιούς διαλόγου, κάποιοι θα αντιτείνουν πως τα πάθη και ο σταυρικός θάνατος του Χριστού δεν έκανε τον άνθρωπο καλύτερο. Οι ύβρεις, οι μαστιγώσεις, οι εμπαιγμοί, τα ραπίσματα, οι εμπτυσμοί και το αγκάθινο στεφάνι δεν στάθηκαν αρκετά για την ποιοτική βελτίωση της ανθρώπινης φύσης.

Ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι εγωιστής, βίαιος, άπληστος και επιρρεπής στο κακό και όχι στο καλό. Το «ένδον θηρίο» του εξακολουθεί να ορίζει κάθε του συμπεριφορά και να τον οδηγεί στην υπερβολή-Ύβρη, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου.

Οι Έλληνες έμειναν Έλληνες, οι Σέρβοι έμειναν Σέρβοι, οι Άγγλοι έμειναν Άγγλοι… Οι εθνικισμοί, ο ρατσισμός, ο φόβος του ξένου και ο πόλεμος εξακολουθούν να αποτελούν τις μόνιμες πληγές και το όνειδος του ανθρώπινου γένους και του πολιτισμού του.

Κι αν όλα αυτά αποτελούν μία διαπιστωμένη πραγματικότητα, πολλοί θα αντιτείνουν πως το “εκούσιον Πάθος ήταν αλυσιτελές, αφού ο άνθρωπος εδώ και αιώνες συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο που δικαιώνει τη θέση του Χομπς Homo homini lupus est(ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος).

Από τα «Ωσαννά» στο «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν».

“…Όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν… έλαβον τα βάια των φοινίκων… και έκραζον: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου”.(Ευαγγέλιο,κατά Ιωάννη ΙΒ(12)1-18).

Οι σύγχρονες επιστήμες της Ψυχολογίας του Όχλου, της Κοινωνιολογίας και της Επικοινωνιολογίας θα μπορούσαν να διδαχτούν πολλά από την ευκολία με την οποία ο όχλος –λαός μεταπίπτει από την μία κατάσταση στην άλλη. Το “ευμετάβλητον” του λαού αποτελεί ένα διαχρονικό ζητούμενο για τους κοινωνιοψυχολόγους και τους πολιτικούς στο βαθμό που ενδιαφέρονται για την καθοδήγησή του.

Ίσως ο Λε Μπον να διδάχτηκε πολλά από αυτήν την βίαιη μεταστροφή του Ιουδαϊκού όχλου στο εμβληματικό βιβλίο του ”Η Ψυχολογία του Όχλου”.

Αποτελεί ιστορική παραδοξότητα αυτή η ταχύτατη μεταστροφή του λαού-όχλου από το ηχηρό και δοξαστικό «Ωσαννά» στο χλευαστικό και εκδικητικό, όσο και απάνθρωπο «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Κι αυτό γιατί ο Χριστός δεν αποτέλεσε έναν τυπικά ποινικό κατάδικο, αλλά μία ιδιάζουσα περίπτωση με πολιτικο-θρησκευτικό κατηγορητήριο.

Μετά κλάδων υμνήσαντες πρότερον, / μετά ξύλων συνέλαβον ύστερον, / οι αγνώμονες Χριστόν” (Yμνογράφος).

Το εμφανές και πολλαπλώς προβαλλόμενο κατηγορητήριο από τους Γραμματείς και Φαρισαίους “περί προσβολής του Θεού” από τον Ιησού, δεν μπορεί να αιτιολογήσει, ούτε να δικαιολογήσει τόσο την αυστηρότητα της ποινής(σταύρωση),όσο και την βίαιη και ταχύτατη μεταστροφή του λαού-όχλου. Η άποψη πως πίσω από όλα αυτά υποκρύπτονταν πολιτικές σκοπιμότητες δεν φαίνεται να πείθουν, αφού ο Χριστός ποτέ δεν αμφισβήτησε ευθέως το πολιτικό status της εποχής του.

Ίσα-ίσα, ενώ ο λαός τον επευφημούσε ως σωτήρα και λυτρωτή από τον ρωμαϊκό ζυγό, ο ίδιος τους συμβούλευε – προέτρεπε να πειθαρχούν στους «νόμιμους» άρχοντές του. Γνωστή είναι η προτροπή του: “Απόδοτε ουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα Θεού τω Θεώ”.

Με την φράση αυτή ο Χριστός απέφυγε την παγίδα των διωκτών του, που ωστόσο δεν στάθηκε αρκετή για να αποφύγει την οργή του λαού και την καταδικαστική απόφαση του πολιτικού και θρησκευτικού κατεστημένου της εποχής του. Η σοφία των παραπάνω λόγων του Χριστού δεν μπόρεσε να εξευμενίσει ούτε το ακατανόητο μένος του λαού-όχλου, ούτε τις δόλιες προθέσεις και σχέδια των αρχόντων της εποχής του.

Ωστόσο, και παρά τις όποιες ερμηνείες που δόθηκαν κατά καιρούς, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για την μεταστροφή του λαού από το θριαμβικό «Ωσαννά» στο απάνθρωπο και σκληρό «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν». Πώς μπόρεσε ο ίδιος λαός να συνταχθεί τόσο γρήγορα και τόσο απόλυτα με τους διώκτες του Χριστού; Ποιο στοιχείο, ποια λόγια, ποια πράξη, ποια συμπεριφορά του Χριστού απογοήτευσε ή πρόδωσε τις προσδοκίες του όχλου;

Ερωτήματα αναπάντητα, αφού ο Χριστός ποτέ δεν εμφανίστηκε ως κοινωνικός ή πολιτικός επαναστάτης, για να δικαιολογείται μία τέτοια αποστροφή του λαού του και μία τέτοια σκληρή και αναίτια σταυρική τιμωρία.

Στις παραπάνω επισημάνσεις θα μπορούσε να προστεθεί και η ιστορική διαπίστωση πως οι κοινωνικοί και πολιτικοί επαναστάτες με το έργο, τη θυσία και τον θάνατό τους διεύρυναν τα όρια της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου και περιόρισαν δραστικά την εξουσία και τις αυθαιρεσίες των τρόφιμων της κρατικής Εξουσίας Από την άλλη πλευρά πολλοί είναι εκείνοι που δυσκολεύονται να καταγράψουν ως γεγονός την προσφορά της θυσίας του Χριστού στον τομέα της Ηθικής τελείωσης και της οικοδόμησης του πολιτισμού και της ανθρώπινης ζωής πάνω στα θεμέλια της Ταπεινότητας και της Αγάπης.

Η συγχώρηση

Πάτερ άφες αυτοίς ,ου γαρ οίδασιν τι ποιούσι”

Για πολλούς η κορυφαία στιγμή των Παθών του Ιησού, αλλά και της αμνησικακίας του είναι η συγχώρεση που δίνει στους εχθρούς τη στιγμή που είναι καρφωμένος στο σταυρό. Η στιγμή αυτή συνιστά μία απόλυτη υπέρβαση του Ιουδαϊκού νόμου και μία ιστορική θεμελίωση της αγάπης προς τον εχθρό. Το παραδοσιακό «αντιπεπονθός» θρυμματίζεται ως σύστημα δικαίου κι αντί αυτού προκρίνεται μία άλλη θεώρηση του μίσους και της αδικίας των άλλων.

Ο Άγγλος ποιητής Alexander Pope διακήρυξε εμφαντικά το: “Το να σφάλλεις είναι ανθρώπινο, το να συγχωρείς είναι θεϊκό”. Το «άφες αυτοίς» του πάσχοντα Ιησού είναι η διαχρονική απάντηση του ανθρώπου στην ανθρώπινη αδικία και κακία. Η εκδίκηση ως ποινή και συναίσθημα απορρίπτεται κι έτσι θεμελιώνεται μία νέα Ηθική Θεωρία που στοχεύοντας στη συγχώρηση του αδικοπραγούντος εξανθρωπίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς.

Στο «άφες αυτοίς» του Θεανθρώπου υποδηλώνεται ρητά πως στη συγχώρηση δεν υπάρχει μέτρο και όριο. Όταν ο Χριστός την ώρα που βασανίζεται μέχρι θανάτου μπορεί και συγχωρεί τους βασανιστές του, τότε ποιο μήνυμα διαχρονικό στέλνει στον άνθρωπο;

Εκτός, όμως, από τη συγχώρηση εκείνο το στοιχείο από τα λόγια του Χριστού που χρήζουν προσοχής και μελέτης είναι «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Με τη φράση αυτή ο Χριστός θέτει τα θεμέλια μίας διαφορετικής θεώρησης της αδικίας και του κακού. Διακηρύσσει με έμφαση πως η άγνοια οδηγεί στο κακό, δικαιώνοντας το Σωκρατικό «Ουδείς εκών κακός» ,με την έννοια πως κανείς δεν πράττει το κακό εφόσον το γνωρίζει.

Ο Ιουδαϊκός νόμος της ανταπόδοσης του κακού ως σύστημα δικαίου τροφοδοτούσε το κακό και το μίσος, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο εκδίκησης και αντεκδίκησης. Το «άφες αυτοίς» διδάσκει και προτρέπει μία διαφορετική στάση απέναντι στο κακό στο βαθμό που αυτό είναι προϊόν άγνοιας και έχει ως υποκείμενο το άτομο που δεν γνώρισε την αγάπη και την ψυχική τελείωση.

Ωστόσο αυτή η συγχώρηση του Χριστού εδώ και χρόνια με προβληματίζει τόσο για το μεγαλείο της όσο και για την ικανότητα του κάθε ανθρώπου να συγχωρεί τον βασανιστή του. Αλλά και ως οργανωμένη κοινωνία πολλοί θεωρούν πως αυτή η συγχώρηση, χωρίς όρια και όρους, είναι ατελέσφορη στην ελαχιστοποίηση των παραβατικών και απάνθρωπων συμπεριφορών.

Χρόνια τώρα πασχίζω, από τότε που μικρό παιδί άκουσα και διάβασα τον εμβληματικό λόγο του Χριστού «άφες αυτοίς», να βρω επιχειρήματα που να απαντούν επαρκώς στην απορία μου.

Πόσο είναι εφικτό αλλά και πρέπον ή θεμιτό για τον γήινο άνθρωπο να συγχωρεί με τέτοια μεγαλοψυχία και αμνησικακία τους βασανιστές του; H σύγχρονη πραγματικότητα φαίνεται να θέτει σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα του «άφες αυτοίς», αλλά και τον ηθικοποιητικό και διαπαιδαγωγητικό της ρόλο.

O συγγραφέας του βιβλίου “Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα”, Mercier Pascal είναι απόλυτα αρνητικός στη συγχώρεση κάποιων ανθρώπων με εγκληματική συμπεριφορά. Σχετικά γράφει στο κεφάλαιο «Δέος και φρίκη ενώπιον του Θεϊκού Λόγου»:

Είναι απίστευτα αυτά που ζήτησε η Εκκλησία από τους πιστούς της: Να συγχωρούν τέτοια πλάσματα, ακόμα και να τ’ αγαπούν. Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι υπάρχει άνθρωπος ικανός για τέτοια ευσπλαχνία, ικανός για τέτοια αγάπη: Θα ήταν κάτι άνευ προηγουμένου, κάτι έξω από κάθε λογική και πέρα από κάθε αυταπάρνηση. Κάτι που θα είχε γι’ ανταμοιβή του μόνο τον ακρωτηριασμό και την καταστροφή. Αυτή η εντολή, αυτή η αλλόκοτη, παράλογη εντολή της αγάπης προς τον εχθρό, επινοήθηκε για να λυγίσει τον άνθρωπο ,για να λυγίσει το κουράγιο του, για να του κλέψει τη σιγουριά του, για να τον παραδώσει άβουλο κι άπραγο στα χέρια των τυράννων. Έτσι που να μη βρει ποτέ του τη δύναμη να τους αντισταθεί, με τα όπλα αν χρειαστεί”

Σίγουρα το υποκείμενο της συγχώρεσης γίνεται καλύτερο και ολοκληρώνεται ως ηθική οντότητα. Το υποκείμενο, όμως, της αδικίας και των βασανισμών πόσο γίνεται καλύτερο με την ατιμωρησία και την συγχώρεση; Πόσο το «άφες αυτοίς» μπορεί να εξημερώσει το εσωτερικό μας θηρίο και να τροποποιήσει τις ζωώδεις δομές της φύσης μας; Πώς θα μπορέσουμε ως είδος να κάνουμε την αναγκαία υπέρβαση της φύσης μας και να φτάσουμε σε ένα άλλο επίπεδο ζωής;

O Oρτέγα Υ Γκασέτ είχε τονίσει σχετικά με την ανθρώπινη φύση:

Ο άνθρωπος είναι ένα είδος οντολογικού Κενταύρου, κατά το μισό βυθιζόμενος στη φύση, και κατά το μισό υπερβαίνοντάς την”.

Παράπλευρα ερωτήματα και διαπιστώσεις

Όπως προείπαμε κάθε απόπειρα απάντησης σε ένα ερώτημα προκαλεί καινούρια ερωτήματα που με τη σειρά τους γεννούν άλλα, αν θελήσεις να βρεις τις απαντήσεις τους. Πολλοί μελετητές του «Εκούσιου Πάθους» του Χριστού θεωρούν πως η υπερβατική για τα δεδομένα της εποχής του διδασκαλία και του προτύπου ζωής που πρόβαλε αντιμετώπισε τη δυσπιστία του λαού, αλλά και των ίδιων των μαθητών του.

Τεκμήριο αυτής της αδυναμίας του λαού και των μαθητών να κατανοήσουν το ρόλο του Θεανθρώπου είναι και η απαίτηση-παράκληση της μητέρας των υιών του Ζεβεδαίου:

“…Τι θέλεις; Λέγει προς αυτόν. Ειπέ να καθήσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών και εις εξ αριστερών εν τη βασιλεία σου. Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε: Δεν εξεύρετε τι ζητείτε”.

Ο παραπάνω διάλογος είναι ενδεικτικός του χάσματος που χώριζε το ρόλο του Χριστού (με την ενανθρώπισή του) με τις απαιτήσεις του λαού, που στο πρόσωπό του έβλεπαν την αυριανή εξουσία .Η έννοια της πνευματικότητας και της θέωσης του ανθρώπου απουσιάζουν παντελώς από τον κοινό νου των ανθρώπων της εποχής του.

Γι αυτό και δεν πρέπει να μας ξενίζει η φράση του Ιησού λίγο πριν το σταυρικό του θάνατο.

Περίλυπος εστί η ψυχή μου έως θανάτου”.

Τα λόγια αυτά του Χριστού αποτυπώνουν με ενάργεια μία καθαρά ανθρώπινη στιγμή του, προϊόν της απογοήτευσής του από την αδυναμία του λαού να τον κατανοήσει. Δίδαξε και πρόσφερε πολλά για τη σωτηρία του ανθρώπου και εισέπραξε το μίσος και την προτροπή του όχλου προς τους δήμιους με το εμβληματικό «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν».

Ε π ι μ ύ θ ι ο ν

Ένας από τους Αίνους της Μεγάλης Δευτέρας (που τόσο στοίχειωσε στη μνήμη μου ως μία καταγραφή του ρόλου του Χριστού ως Πάσχοντα Θεανθρώπου και μεγάλου Διδασκάλου) αποτυπώνει με περισσή καθαρότητα τη διαχρονική προσφορά της διδασκαλίας, αλλά και της σταυρικής θυσίας του Ιησού:

Κύριε, τα τελεώτατα φρονείν, τους οικείους παιδεύων Μαθητάς, μη ομοιούσθαι τοις έθνεσι έλεγες, εις το κατάρχειν των ελαχιστοτέρων. Ουχ ούτω γαρ έσται υμίν τοις εμοίς Μαθηταίς, ότι πτωχός θέλων υπάρχω. Ο πρώτος ουν υμών, έστω πάντων διάκονος, ο δε άρχων, ως ο αρχόμενος, ο προκριθείς δε ως ο έσχατος. Και γαρ ελήλυθα αυτός τω πτωχεύσαντι Αδάμ διακονήσαι, δόξα σοι”(Κύριε, διδάσκοντας τους Μαθητές σου να ζητούν την τελειότητα, τους έλεγες να μη μοιάζουν με τους ειδωλολάτρες, να μην εξουσιάζουν τους πιο αδύναμους: Δεν πρέπει να είναι έτσι οι Μαθητές μου, γιατί εγώ είμαι φτωχός με τη θέλησή μου. Ο πρώτος από εσάς να είναι ο υπηρέτης όλων, ο άρχοντας σαν υπήκοος κι αυτός που προηγείται σαν να είναι ο τελευταίος. Γιατί κι εγώ ήρθα να υπηρετήσω τον Αδάμ, που έγινε φτωχός, και να δώσω τη ζωή μου λύτρο, για να σωθούν πολλοί, αυτοί που μου φωνάζουν: Δόξα σοι).

Οι όποιες ενστάσεις και αμφισβητήσεις που διατυπώνονται κατά καιρούς τόσο για την ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού, όσο και για την διδασκαλία και το έργο του γενικότερα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την απάντηση του ίδιου του Χριστού στους Μαθητές του.

Σε αυτήν την απάντηση συμπυκνώνεται η αδυναμία μας να γνωρίσουμε σε βάθος το Πρόσωπο και το έργο του Θεανθρώπου που επέφερε βαθιές και βίαιες ανατροπές στην Ηθική και στην έννοια της Σωτηρίας και του βαθύτερου νοήματος της ανθρώπινης Ζωής.

«Αυτοί είπαν, “Κύριε είσαι ο υιός του θεού μας”.

Ο Ιησούς είπε σ’ αυτούς, ”Πώς με γνωρίζετε; Αληθινά λέγω σε εσάς, καμία γενεά των ανθρώπων που είναι ανάμεσά μας δεν θα με γνωρίσει».(Το Ευαγγέλιο του Ιούδα).

Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός ίσως να μην έλαβε ποτέ μία πειστική απάντηση στο διαχρονικό ερώτημά του προς τους Μαθητές του. Ένα ερώτημα που υποβάλλετε σε όλες τις γενεές των ανθρώπων.

Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;”

Η πορεία του Χριστού στη γη ήταν μία πορεία μοναξιάς και εγκατάλειψης από όλους εκείνους που υπηρέτησε και ευεργέτησε. Γι αυτό, όχι μόνον πάνω στο Σταυρό, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις εξέφρασε με πόνο το παράπονό του για την εγκατάλειψή του από όλους.

Λαός μου, τι εποίησά σοι, και τι μοι ανταπέδωκας;” (Αντίφωνο Μ.Εβδομάδας).

Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;” (Θεέ μου,Θεέ μου,γιατί με εγκατέλειψες;)

The post Το “Εκούσιον Πάθος” του Χριστού: Από τα “Ωσαννά” στο Σταυρό first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS

ΓΕΝΙΚΕΣ

Και την ειωθείαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει”(Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων, Θουκυδίδης).

  • ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Αν βρεθούμε σε μία συζήτηση με θέμα την Πολιτική Ορθότητα (political correctness), τότε εύκολα θα παρατηρήσουμε τις έντονες διαφωνίες τόσο στο επίπεδο του σημασιολογικού φορτίου της όσο και στην σκοπιμότητα-ωφελιμότητά της ή και τις υπερβολές της. Δεν λείπουν κι εκείνοι που διακωμωδούν τις υπερβολές της. Ίσως κάποιοι άλλοι να μάς παραπέμψουν στην γνωστή θέση του Θουκυδίδη που κατέγραψε την δύναμη των λέξεων στη παραμόρφωση της πραγματικότητας

Ως πολιτική ορθότητα αναφέρεται η αποφυγή εκφράσεων ή ενεργειών που πιστεύεται ότι αποκλείουν, περιθωριοποιούν ή προσβάλλουν ομάδες ανθρώπων που μειονεκτούν εις βάρος τους (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ).

Στις δυτικές μετανεωτερικές κοινωνίες, η Πολιτική Ορθότητα αναδείχτηκε γρήγορα σε εργαλείο υπεράσπισης των βασικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ανθρώπου και ιδιαίτερα εκείνων των ανθρώπινων ομάδων που παραδοσιακά ήταν αποκλεισμένες από τους κατ’ ευφημισμόν κανονικούς. Ωστόσο, η κατάχρηση του όρου επώασε στρεβλώσεις που γεννούν λεκτικά τέρατα και άφθονη πολιτική και κοινωνική υποκρισία.

Πολλοί, δηλαδή, κρύβονται πίσω από την Πολιτική Ορθότητα και υφαίνουν την ψεύτικη εικόνα τους και το κίβδηλο προσωπείο τους. Η ειλικρίνεια χάνεται ή θυσιάζεται στο βωμό κάποιων εμφανών σκοπιμοτήτων. Τα υποκείμενα της πολιτικής ορθότητας γνωρίζοντας την δύναμη του λόγου και των λέξεων προσπαθούν να δομήσουν μία ανθρώπινη ταυτότητα, κοινά αποδεκτή. Απώτατος στόχος, βέβαια, είναι η δικαιολόγηση κάποιων συμπεριφορών τους στο βαθμό που η κοινότητα αποδέχεται την θέση του Ισοκράτη:

Ο λόγος αποτελεί σημείο ορθοφροσύνης και εάν είναι σύμφωνος με του νόμους και το δίκαιο είναι εικόνα αγαθής ψυχής”.

Εάν όλα τα παραπάνω έχουν κάποια βάση, τότε μπορεί να επιτραπεί και σε εμάς μια διασταλτική ερμηνεία-χρήση του όρου της Πολιτικής Ορθότητας για να ψυχογραφήσουμε την συμπεριφορά και τις ενέργειες του Πούτιν στον Ρωσο-Ουκρανικό Πόλεμο επ ευκαιρία της πρώτης επετείου από την έναρξή του(24/2/2022).

Οδηγός μας σε αυτό το ιδιότυπο οδοιπορικό κάποιες δηλώσεις και συμπεριφορές του Ρώσου Ηγέτη, που καταδεικνύουν το μέγεθος της υποκρισίας του, αλλά και της φανερής σε όλους πρόθεσής του να νομιμοποιήσει τα έργα του πολέμου μέσα από τον εξωραισμό τους με την συνδρομή των λέξεων.

  1. Την εισβολή στην Ουκρανία την βάπτισε “ειδική στρατιωτική επιχείρηση”.

  2. Τον βομβαρδισμό και την ισοπέδωση της Μαριούπολης την ονόμασε “απελευθέρωση” των Ρωσόφωνων της πόλης.

  3. Τον Ρωσικό εθνικισμό και τον δικό του αυταρχισμό τον πρόβαλε ως έναν “υγιή πατριωτισμό”

  4. Την προσπάθεια κατάληψης του Κιέβου την επένδυσε με τον μύθο της ”αποναζιστικοποίησης” της Ουκρανίας

  5. Τον διαμελισμό της Ουκρανίας και την προσάρτηση κάποιων ουκρανικών περιοχών με το ψευτοδημοψήφισμα τα αιτιολόγησε-δικαιολόγησε ως μία αναγκαία “επανόρθωση” των σφαλμάτων του Λένιν και του Στάλιν

  6. Την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων την εκστόμισε ως αναγκαία “άμυνα” της χώρας του έναντι της αυξανόμενης επιθετικότητας της Δύσης που δήθεν απεργάζεται την συρρίκνωση της Ρωσίας.

  7. Την επιστράτευση χιλιάδων Ρώσων την παρουσίασε ως ”αυθόρμητη και εθελουσία ενέργεια” της Ρωσικής νεολαίας στο όνομα της Μητέρας Πατρίδας.

Στον παραπάνω κατάλογο θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει κι άλλες δηλώσεις του Ρώσου Ηγέτη που φανερώνουν περίτρανα-έστω και με ειρωνικό τρόπο-την καταχρηστική λειτουργία του όρου Πολιτική Ορθότητα από άτομα και ηγέτες κρατών που χαλκεύουν το ψεύτικο προσωπείο τους. Δεν απέχει πολύ και η ανίχνευση αναλογιών των λόγων του Πούτιν και της Πολιτικής Ορθότητας με το γνωστό σύνθημα του Υπουργείου Αλήθειας, από το έργο του Όργουελ “1984”.

H Ελευθερία είναι σκλαβιά / Ο πόλεμος είναι Ειρήνη / Η άγνοια είναι Δύναμη”.

*Χρήσιμο βιβλίο: Ηλία Γιαννακόπουλου, «Ουκρανικός Πόλεμος» (Εκδόσεις Γραφή).

The post Η «Πολιτική Ορθότητα» του Πούτιν first appeared on Times News.

ΠΗΓΗ TIMESNEWS