ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Bank run. Υψηλότερα επιτόκια από την κεντρική τράπεζας. Πιστωτικό ρίσκο. Κίνδυνος ύφεσης. Οι επενδυτές κλήθηκαν να «χωνέψουν» πολλαπλά σοκ τις τελευταίες ημέρες. Το να αντιμετωπίσουν όλες αυτές τις προκλήσεις μαζί, μάλλον μοιάζει αδύνατο, όπως εκτιμά το πρακτορείο Bloomberg, σε νέο δημοσίευμα μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB)

Για τους «ταλαιπωρημένους» traders, το πρόβλημα είναι ότι ενώ μία απειλή υποχωρεί, μία άλλη παίρνει κατευθείαν τη θέση της. Η οικονομία είναι υπερβολικά «θερμή» και κινδυνεύει να «σκάσει» από την οικονομική πίεση.

Τη μία μέρα οι αποδόσεις των ομολόγων εκτοξεύονται καθώς η ανησυχία για τον πληθωρισμό εντείνεται, την επόμενη πέφτουν κατακόρυφα καθώς οι οικονομικές δοκιμασίες των χωρών «πείθουν» τους επενδυτές ότι η Fed θα κάνει πίσω και θα σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων, οι οποίες υπονομεύουν την προοπτική της ανάπτυξης.

«Την επόμενη εβδομάδα είναι αδύνατο να τοποθετηθεί κανείς» δηλώνει ο Τζιμ Μπιάνκο της Bianco Research. «Αυτό που θέλουν οι μετοχές είναι να μην υπάρξει “μετάδοση” και η Fed να κάνει πίσω στην αύξηση των επιτοκίων. Θα πάρουν το ένα ή το άλλο, όχι και τα δύο».

Σε μια εβδομάδα, η οποία στιγματίστηκε από τη μεγαλύτερη χρεοκοπία αμερικανικής τράπεζας από το 2008, οι αποδόσεις των ομολόγων σημείωσαν τη υψηλότερη διήμερη πτώση από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Τέτοια «τραύματα» έχουν τη συνήθεια να αναγκάζουν τα κερδοσκοπικά funds σε οπισθοχώρηση, ιδίως σε μια οικονομία όπου η Fed κατέστησε το σορτάρισμα των ομολόγων μια δημοφιλή συναλλαγή.

Εκτός από τον αντίκτυπο στους κερδοσκόπους, οι διακυμάνσεις των κρατικών ομολόγων αποτελούν ανησυχητικά μηνύματα για την αμερικανική οικονομία. Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Bespoke Investment Group, δείχνουν ότι σε σχεδόν 50 χρόνια ιστορίας, οι αποδόσεις των 2ετών ομολόγων έχουν σημειώσει διήμερη πτώση 45 μονάδων βάσης άλλες 79 φορές. Με δύο εξαιρέσεις, το 1987 και το 1989, όλα αυτά τα «επεισόδια» συνέβησαν είτε κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης είτε σε απόσταση έξι μηνών απ’ αυτήν.

2-Year Yield Drops

Παρότι μόνο ο χρόνος θα δείξει αν η κατάρρευση της SVB προμηνύει έναν διάχυτο κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, οι επενδυτές προτίμησαν να μην περιμένουν. Έτσι, ο S&P 500 διολίσθησε κατά 4,6% σε πέντε συνεδριάσεις, τη μεγαλύτερη πτώση από τον Σεπτέμβριο. Οι τραπεζικές εταιρείες δε, σημείωσαν βουτιά 8,5%.

Η αναταραχή στις μετοχές, μάλιστα, εκτιμάται ότι μπορεί να ήταν εντονότερη από ό,τι δείχνουν οι αριθμοί. Ένα σημείωμα από την Goldman Sachs ανέφερε ότι σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10, η Πέμπτη και η Παρασκευή ήταν ένα «8» όσον αφορά την φρενίτιδα των πελατών. Η τοποθέτηση των πελατών έτεινε πτωτικά, ιδίως στις τράπεζες, με τα hedge funds και τους παραδοσιακούς διαχειριστές κεφαλαίων να περικόπτουν τις θέσεις τους εν μέσω των δοκιμασιών της SVB.

Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο και εν όψει τόσο των στοιχείων για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου στις ΗΠΑ (14 Μαρτίου) όσο και της συνεδρίασης της Federal Reserve (21-22 Μαρτίου), η πραγματοποίηση μεγάλων «στοιχημάτων» στις μετοχές ή σε οποιοδήποτε άλλο ριψοκίνδυνο περιουσιακό στοιχείο απαιτεί… ισχυρό σθένος.

Διαβάστε ακόμα 

Ολικό restart για όσους χρωστούν στο Δημόσιο

O χάρτης με τα ξενοδοχεία: Αύξηση κατά 19% των δωματίων στην Αθήνα την οκταετία 2015-2022 (γραφήματα)

Νέα βουτιά στα κρυπτονομίσματα: Οι 3 παράγοντες που πιέζουν τις τιμές (γράφημα)

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

(last update 16.50) Αξιοσημείωτες απώλειες εμφανίζει την Παρασκευή το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καθώς τα μακροοικονομικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την «επιμονή» του πληθωριστικού φαινομένου, κάτι που φέρνει πιο κοντά τις νέες αυξήσεις επιτοκίων. 

Πιο συγκεκριμένα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones περιορίζεται κατά 350 μονάδες ή κατά 1,06% και διαμορφώνεται στις 32.808 μονάδες. Ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500, από την πλευρά του, υποχωρεί στο -1,21% και τις 3.964 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq μειώνεται στο -1,52% και τις 11.412 μονάδες.   

Οι σημερινές διακυμάνσεις επέρχονται στον απόηχο των «φρέσκων» μακροοικονομικών στοιχείων, τα οποία επιβεβαιώνουν τους φόβους για τη διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού, προλειαίνοντας το έδαφος για νέες αυξήσεις επιτοκίων. 

Ο δείκτης τιμών στις προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες, ενδεικτικά, ενισχύθηκε τον Ιανουάριο του 2023 κατά 0,6% σε μηνιαίο επίπεδο και κατά 4,7% σε ετήσιο επίπεδο, υπερβαίνοντας αισθητά τις εκτιμήσεις των αναλυτών και συμβάλλοντας στη συντήρηση των ανοδικών πιέσεων στις τιμές λιανικής. 

Τα εν λόγω στοιχεία, επί της ουσίας, έρχονται να εδραιώσουν την άποψη ότι η «μάχη» με τον πληθωρισμό δεν έχει τελειώσει, με αποτέλεσμα οι traders να θεωρούν βέβαια την περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από την κεντρική τράπεζα. 

Σύμφωνα με τους αναλυτές, ειδικότερα, η Federal Reserve σκοπεύει να προχωρήσει σε σωρευτική αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης έως τον Ιούνιο του 2023, με την αρχή να γίνεται στην προσεχή συνεδρίαση του Μαρτίου.  

Κι αυτό, οπωσδήποτε, συνιστά αρνητική εξέλιξη για τις μετοχές, οι οποίες κατά παράδοση «εχθρεύονται» τα υψηλά επιτόκια. Εξ ου και οι μεγάλες πιέσεις στη σημερινή συνεδρίαση. 

Αρνητικά πρόσημα καταγράφονται και σε επίπεδο εβδομάδας, με τον S&P 500 να οδεύει προς το χειρότερο πενθήμερο από τα μέσα Δεκεμβρίου. Ο Dow Jones, παράλληλα, ετοιμάζεται για την 4η διαδοχική πτώση, ενώ ο Nasdaq θα «γράψει» τη δεύτερη συνεχόμενη καθοδική εβδομάδα. 

Stocks Roiled by Fed Jitters | S&P 500 down for third straight week

Η δρομολογούμενη σύσφιγξη της Fed, όπως είναι εύλογο, επιδρά αρνητικά και στην αγορά ομολόγων, με την απόδοση του 2ετούς αμερικανικού τίτλου να εκτοξεύεται στο επίπεδο του 4,8%, δηλαδή στο υψηλότερο σημείο από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η απόδοση του 10ετούς τίτλου, δε, σκαρφαλώνει στα όρια του 4%, για πρώτη φορά από τον περασμένο Οκτώβριο. 

Διαβάστε ακόμα

Τα debates Μητσοτάκη – Τσίπρα, οι… πρόσκοποι των Κατασκευών, τα ντεσού του deal Φέσσα – Χαλικιά και η κόντρα Κυπριώτη – HIG

Clinique La Prairie: Το μυστικό της μακροζωίας φωλιάζει στην ομορφότερη πόλη της Ευρώπης

ΟΤΕ: «Τρέχουν» οι συνδέσεις για οπτική ίνα – Πώς πηγαίνουν Payzy και Cosmote TV

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ράλι καταγράφει η μετοχή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καθώς φουντώνουν τα σενάρια για το μέλλον του αγγλικού ποδοσφαιρικού συλλόγου, μετά τα δημοσιεύματα της Daily Mail για το ενδιαφέρον επενδυτών από το Κατάρ.  

Η μετοχή των «Κόκκινων Διαβόλων» στην προ-αγορά της Wall Street καταγράφει άλμα κατά έως 18%, κάτι που σημαίνει ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο από τον περασμένο Νοέμβριο. 

Σύμφωνα με τα βρετανικά δημοσιεύματα, οι επενδυτές από το Κατάρ ετοιμάζονται να υποβάλλουν επίσημη πρόταση εξαγοράς της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία αυτήν τη στιγμή «φιγουράρει» στην 3η θέση της Premier League.  

Η ιστορική ομάδα του Μάντσεστερ είχε τεθεί στο επίκεντρο διάφορων σεναρίων και το 2022, όταν η οικογένεια Γλέιζερ από τη Φλόριντα -νυν ιδιοκτήτες- εξέφρασαν την πρόθεση να πουλήσουν το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών.  

Man United Rallies | Football club's shares have soared on bid speculation as Glazers mull sale

Πέραν των ανθρώπων από το Κατάρ, πιθανοί αγοραστές είναι τόσο ο Βρετανός δισεκατομμυριούχος Τζιμ Ράτκλιφ, όσο και ιδιωτικά funds από τη Σαουδική Αραβία.  

Διαβάστε ακόμη

Τι ψηφίζουν στη δεύτερη κάλπη, η μάχη Μεγάλου-Ηλιόπουλου(2), ο ειρηνοποιός του καζίνο και ο νέος μνηστήρας της Watt

Ο Γιώργος Προκοπίου έχει το ακριβότερο πλοίο του ελληνόκτητου στόλου – Κοστίζει $286,1 εκατ.

To δώρο του Ωνάση στον “γάμο του αιώνα” ταξιδεύει στα νησιά Γκαλαπάγκος

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι επενδυτές της Wall Street «τιμωρούν» την Goldman Sachs για την κρίση ταυτότητας που περνάει και επιβραβεύουν την Morgan Stanley για την ξεκάθαρη στρατηγική της.

Η μετοχή της Goldman κατέγραψε τη δεύτερη μεγαλύτερη πτώση στον S&P 500 την περασμένη Τρίτη ενώ η ανταγωνιστής Morgan Stanley αποτέλεσε τη μεγαλύτερη άνοδο του δείκτη.

Η αύξηση της αξίας της μετοχής της Morgan Stanley οφείλεται στην στρατηγική της προσέγγιση όσον αφορά τη διαχείριση πλούτου και τον τομέα των επενδύσεών της. Την ίδια στιγμή, η Goldman προσπαθεί να εξορθολογίσει τη δική της προσέγγιση στον κλάδο, αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα λόγω της υποχώρησής της από τον τομέα του consumer banking αλλά και του διογκωμένου λειτουργικού της κόστους.

Σύμφωνα με τον CEO της Goldman Sachs, Ντέιβιντ Σόλομον «το δ’ τρίμηνο του 2022 είχαμε απογοητευτικά αποτελέσματα τα οποία όμως δε χαρακτηρίζουν την μακροπρόθεσμη πορεία μας».

Ντέιβιντ Σόλομον

Σε αντίθεση, η άποψη του CEO της Morgan Stanley, Τζέιμς Γκόρμαν, είναι πως «δεν αντιμετωπίζουμε κρίση. Ο τομέας του investment banking και η δραστηριότητα στον χώρο των deals θα βελτιωθούν όταν η Fed σταματήσει την αύξηση των επιτοκίων της».

Τζέιμς Γκόρμαν

Τα αποτελέσματα

Η μετοχή της Goldman κατέγραψε τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση της κατά 6,5% την Τρίτη στα $349, δεδομένων των επικαιροποιημένων οικονομικών αποτελεσμάτων της τα οποία υπέδειξαν μείωση των εσόδων στον τομέα του investment banking. Παράλληλα, η επιχειρηματική δραστηριότητα της μειώθηκε το γ’ τρίμηνο του έτους ενώ τα λειτουργικά κόστη κατέγραψαν δραματική αύξηση. Τα κέρδη της κατέγραψαν μείωση της τάξης του 69%, εν μέρει λόγω της μείωσης των εσόδων της κατά 16%.

Η Morgan Stanley κατέγραψε και αυτή σημαντική μείωση των κερδών της κατά 40% αλλά τα γενικότερα στοιχεία της τράπεζας αποδείχθηκαν θετικότερα των αναμενόμενων λόγω της δυναμικής του τομέα διαχείρισης πλούτου της εταιρείας ο οποίος έχει ενισχυθεί από την αύξηση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ. Η μετοχή της Morgan Stanley κατέγραψε αύξηση της τάξης του 5,9% την Τρίτη.

Η διοίκηση του κολοσσού δηλώνει αισιόδοξη όσον αφορά την πορεία της το 2023, δεδομένης της στρατηγικής και του επιχειρηματικού μοντέλου που ακολουθεί τα οποία θα τη βοηθήσουν στο να αποφύγει τα προβλήματα της ευρύτερης καταναλωτικής αγοράς.

Σύμφωνα με την Chief Financial Officer (CFO) της Morgan Stanley, Σάρον Γεσάγια «έχουμε ξεκινήσει το έτος καλά. Πολλά θα κριθούν από την ευρύτερη πορεία των αγορών, του πληθωρισμού αλλά και των κινήσεων της Fed».

Απολύσεις και εξορθολογισμός

Η Morgan Stanley προχώρησε σε απολύσεις 1.600 εργαζομένων τον Δεκέμβριο, το 2% του συνολικού εργατικού της δυναμικού. Αν και η κίνηση αυτή είναι μικρότερη από την αντίστοιχη της Goldman Sachs, αποτελεί άλλη μία ένδειξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Wall Street ενόψει πιθανής δημιουργίας ύφεσης.

Σύμφωνα με τον Γκόρμαν, η Morgan Stanley συνεχίζει να παρακολουθεί το λειτουργικό της κόστος και να μελετά τις επιπτώσεις των μισθών των εργαζομένων στην κερδοφορία της επιχείρησης: «Δεν κάνουμε κάτι διαφορετικό από την υπόλοιπη Wall Street αλλά θα πρέπει να εξορθολογίσουμε τα μισθολογικά μας προγράμματα και τα μπόνους έτσι ώστε να περιορίσουμε το μισθολογικό μας κόστος».

Όσο για την Goldman Sachs, το μισθολογικό της κόστος αυξήθηκε κατά 16% σε σχέση με πέρυσι, κάτι το οποίο προμηνύει μείωση των μισθών και μπόνους των τραπεζιτών και των επενδυτών της.

Οι γύροι απολύσεων στην τράπεζα έχουν ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να φτάσουν τους 3.200 εργαζόμενους, σύμφωνα με πηγή των New York Times. O CEO Ντέιβιντ Σόλομον έχει αναθέσει την προσπάθεια αυτή στην Chief Administrative Officer της Goldman Sachs, Έρικα Λέσλι, η οποία θα συνεργαστεί στενά τόσο με τον Σόλομον όσο και με τον Τζον Ουάλντρον, Chief Operating Officer του κολοσσού.

Η Έρικα Λέσλι προσελήφθη στον χρηματοοικονομικό τομέα της Goldman Sachs το μακρινό 1996. To 2018 έγινε επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινητών αξιών, ενώ τον περασμένο Ιανουάριο ανέλαβε καθήκοντα Chief Administrative Officer.

Ο μεγαλύτερος άθλος για την Λέσλι θα είναι η διαχείριση του εργατικού δυναμικού της Goldman αφού, όπως τόνισε πηγή των New York Times, πολλοί από αυτούς ξυπνούν και το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να τσεκάρουν τα email τους για να δουν αν έχουν απολυθεί. 

Διαβάστε ακόμη

«Καμπανάκι» Λαγκάρντ από το Νταβός: Το άνοιγμα της Κίνας θα φέρει άνοδο του πληθωρισμού

H Google κόβει 12.000 θέσεις εργασίας – Απολύεται το 6% των υπαλλήλων παγκοσμίως

Τα προάστια της Αθήνας με αύξηση πάνω από 20% σε τιμές πώλησης και ενοίκια (πίνακες)

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Παρά τις φετινές αναταραχές στις παγκόσμιες αγορές, ένας από τους fund manager της Wall Street φαίνεται πως κατάφερε να βγει κερδισμένος. Ο Chief Investment Officer (CIO) της νεοϋορκέζικης ValueWorks, Τσαρλς Λεμονίδης κατάφερε να έχει σημαντικές αποδόσεις λόγω του ράλι του ενεργειακού κλάδου τη στιγμή που κάθε άλλος τομέας του δείκτη S&P 500 κατέγραψε πτώση.

Το fund ValueWorks Limited Partners με υποδιαχείριση κεφάλαια $164 εκατ. του ελληνικής καταγωγής Τσαρλς Λεμονίδη έχει επενδύσει σε ονόματα όπως Chord Energy Corp. και Valaris Ltd. οι οποίες είχαν εξαιρετικές αποδόσεις λόγω της ανάκαμψης από την πανδημία και το ράλι των τιμών πετρελαίου μετά από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Παράλληλα, ο Λεμονίδης τοποθετήθηκε κόντρα (short) στην Peloton Interactive η μετοχή της οποίας έχει καταγράψει πτώση της τάξης του 74% φέτος, αλλά και της Beyond Meat Inc. η οποία έχει απολέσει το 80% της αξίας της.

«Κάθε επενδυτής πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός όταν αγοράζει μετοχές και να έχει ένα εξορθολογισμένο χαρτοφυλάκιο. Πιστεύω πως η τρέχουσα περίοδος είναι ιδανική σε ό,τι αφορά τη σωστή και επιλεκτική επιλογή για σορτάρισμα μετοχών», τόνισε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Bloomberg, προσθέτοντας πως «έχουμε περισσότερα shorts από ποτέ αυτή τη στιγμή».

Τόσο οι μετοχές όσο και τα ομόλογα έχουν περιδινιστεί στη μεταβλητότητα που προκάλεσε η πληθωριστική κρίση και η αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών φέτος. Ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο αναλογίας 60/40 μετοχών/ομολόγων έχει απολέσει κατά μέσο όρο το 16% της αξίας του. Ο S&P 500 έχει ως τώρα καταγράψει πτώση της τάξης του 20%.

Αν και ο Λεμονίδης προτιμά, όπως φαίνεται, ορισμένες εταιρείες του ενεργειακού κλάδου από το 2020, έχει shorts σε εταιρείες όπως Texas Pacific Land Corp., Occidental Petroleum Corp. και Hess Corp. οι οποίες, όπως τονίζει, είναι υπερεκτιμημένες. Παράλληλα, ποντάρει ενάντια σε εταιρείες όπως Broadcom Inc. και TransDigm Group Inc., οι οποίες όπως υποστηρίζει έχουν αυξημένο βαθμό μόχλευσης.

Ο Λεμονίδης τόνισε πως έχει δημιουργήσει τα shorts αυτά σε βάθος χρόνου και με στρατηγική αντιμετώπιση, αφού ο τρέχον οικονομικός κύκλος ακολουθεί κατά γράμμα τις κινήσεις των αγορών. Παράλληλα, αναφέρει πως «η Fed θα συνεχίσει να περιορίζει τη ρευστότητα στην αγορά μέχρι να μειώσει τον πληθωρισμό αισθητά. Τα πράγματα θα συνεχίσουν να είναι δύσκολα για τους επενδυτές».

 Διαβάστε ακόμη

Τι φέρνει το 2023 σε μετοχές, ομόλογα, εμπορεύματα και crypto

Χειμερινές εκπτώσεις 2023: Ξεκινούν τη Δευτέρα 9/1 – Μέχρι πότε θα διαρκέσουν (vid)

Μάτσιεκ Καμίνσκι: Ξεκινά από τον… Παναιτωλικό για να φτιάξει μια ποδοσφαιρική αυτοκρατορία (pics)

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

(last update 17.10) Έντονη μεταβλητότητα παρατηρείται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, με τους αμερικανικούς δείκτες –στην πρώτη συνεδρίαση του 2023– να χαρακτηρίζονται από… αρκετή νευρικότητα, εν μέσω των πιέσεων σε βασικές μετοχές του τεχνολογικού τομέα.

Παρά το θετικό ξεκίνημα στη συνεδρίαση, αυτήν τη στιγμή ο βιομηχανικός Dow Jones σημειώνει πτώση κατά 35 μονάδες ή κατά 0,11% και διαμορφώνεται στις 33.110 μονάδες. Την ίδια στιγμή, ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 μειώνεται οριακά στο -0,14% και τις 3.833 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq περιορίζεται στο -0,38% και τις 10.426 μονάδες. 

Οι επενδυτές επιχειρούν να προβλέψουν, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, τι θα γίνει μέσα στο νέο έτος, ενόσω υπάρχουν φόβοι ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα (Federal Reserve) θα αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια (σήμερα βρίσκονται στο 4,25% – 4,5%), με στόχο την αναχαίτιση του πληθωρισμού. Κάτι το οποίο θα μπορούσε να ωθήσει την οικονομία στην ύφεση.

Ωστόσο, ο φόβος περί επικείμενης συρρίκνωσης του ΑΕΠ μπορεί να συμβάλλει στον τερματισμό των επιτοκιακών αυξήσεων και στη σταδιακή αλλαγή της νομισματικής πολιτικής (από σφιχτή σε χαλαρή). Μια εξέλιξη, η οποία δύναται να προσφέρει σημαντικά στηρίγματα στις μετοχές.  

Τα στατιστικά στοιχεία, πάντως, δείχνουν ότι η αμερικανική αγορά τείνει να ανακάμπτει έπειτα από κάθε πτωτική χρονιά. Για παράδειγμα, ο S&P 500 «μετράει» κέρδη της τάξης του 15% κατά μέσο όρο, κάθε φορά που προηγείται ένα έτος με απώλειες άνω του 1%.  

Ας σημειωθεί ότι το 2022 αποδείχθηκε το χειρότερο έτος από το 2008, με τους αμερικανικούς δείκτες να διακόπτουν το τριετές ανοδικό σερί. Ο Dow Jones, ενδεικτικά, υποχώρησε κατά σχεδόν 9%, ο S&P 500 κατά περίπου 20% και ο Nasdaq κατά τουλάχιστον 33%.  

Πλέον, οι επενδυτές στρέφουν το ενδιαφέρον στα μακροοικονομικά μεγέθη, τα οποία θα ανακοινωθούν εντός της εβδομάδας και τα οποία θα αφορούν την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Την Τετάρτη, στο μεταξύ, θα δημοσιευθούν και τα πρακτικά από την τελευταία συνεδρίαση της Federal Reserve.  

Η επόμενη σύσκεψη των Αμερικανών τραπεζιτών είναι προγραμματισμένη για την 1η Φεβρουαρίου, με τους αναλυτές να μην αποκλείουν μια νέα αύξηση των επιτοκίων της τάξης των 50 μονάδων βάσης. Πολλά βέβαια, θα εξαρτηθούν τόσο από τα στοιχεία του πληθωρισμού, όσο κι από τα στοιχεία της αγοράς εργασίας. 

Όσον αφορά τις μεταβολές στο ταμπλό, οι μετοχές των Tesla και Apple βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος, επιδρώντας αρνητικά στην επενδυτική ψυχολογία. Ενδεικτικά, η Tesla κατρακυλάει κατά τουλάχιστον 6%, στον απόηχο των απογοητευτικών παραδόσεων του δ’ τριμήνου του 2022. Η Apple, από την πλευρά της, υποχωρεί κατά 2% εξαιτίας των δημοσιευμάτων περί μείωσης της παραγωγής λόγω της αδύναμης ζήτησης. 

Διαβάστε επίσης

Οι διερευνητικές τις άγιες ημέρες, η Drag Pasok, τα μυστήρια της ΑΒΑΞ, τα 29 του Σπύρου και το real estate του Σωκράτη 

Γιώργος Νίκας: Οι business ενός πλούσιου γόνου που χάνει σε πλειστηριασμό το πατρικό του σπίτι στη Στησιχόρου (pics)

Bitcoin: Άλμα κατά 1.400% ή… βουτιά 70% – Όλες οι προβλέψεις για το 2023 και ο χρησμός του Μαρκ Μόμπιους

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σε annus horribilis εξελίχθηκε το 2022 για την Wall Street με τους δείκτες του αμερικανικού Χρηματιστηρίου να σημειώνουν τη χειρότερη επίδοσή τους στα τελευταία 14 χρόνια από το 2008.

Η τελευταία συνεδρίαση του χρόνου ολοκληρώθηκε με απώλειες, διαψεύδοντας τις ελπίδες που είχε δημιουργήσει η συνεδρίαση της Πέμπτης για ένα ανοδικό ράλι της τελευταίας στιγμής.

Σε μια καθαρά πτωτική συνεδρίαση οι δείκτες κατάφεραν να μαζέψουν τις απώλειές τους προς το τέλος της συνεδρίασης με τον Dow Jones σημειώνει πτώση κατά 0,22% και να κλείνει στις 33.147 μονάδες. Ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 κατέγραψε απώλειες κατά 0,25% για να κλείσει στις 3.839 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq με πτώση κατά 0,11% έκλεισε στις 10.466 μονάδες.

Και οι τρεις δείκτες έβαλαν τέλος στο ανοδικό σερί των τριών προηγούμενων ετών σημειώνοντας τη χειρότερη χρονιά τους από το 2008. Ο Dow Jones κατέγραψε πτώση 8,8% στο 2022 ,ενώ οι απώλειες του S&P500 και Nasdaq ανέρχονται σε 19,4% και 33,1% αντίστοιχα.

 

Η χρονιά που ολοκληρώθηκε χαρακτηρίστηκε από τη μεταβλητότητα, τον σταθερό και επίμονο πληθωρισμό και τις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ που ενέτειναν τις ανησυχίες για το πλήγμα που θα επιφέρουν στην ανάπτυξη και τις -ευνοημένες μέχρι πρότινως- μετοχές τεχνολογίας. Τα παραπάνω επηρέασαν αρνητικά το επενδυτικό κλίμα οδηγώντας στις αρνητικές επιδόσεις των δεικτών.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στο CNBC o αναλυτής της UBS Αρτ Κασίν, «αυτή τη χρονιά είχαμε τα πάντα, από προβλήματα με τον Covid στην Κίνα μέχρι την εισβολή στην Ουκρανία και όλα ήταν πολύ σοβαρά. Αλλά για τους επενδυτές, αυτό που μετράει είναι το τι κάνει η Fed».

Από την πλευρά της η Ρεμπέκα Φέλτον, αναλύτρια στη Riverfront Investment Group δήλωσε πως «Υπάρχουν πολλές αναπάντητες ερωτήσεις και δεν ξέρουμε πού θα οδηγήσει το νέο έτος, αλλά σίγουρα είμαστε χαρούμενοι που τελειώνει το 2022».

Ωστόσο και παρά τις αρνητικές επιδόσεις σε επίπεδο έτους, η εικόνα είναι διαφορετική σε επίπεδο τριμήνου με τον Dow Jones να καταγράφει άνοδο κατά 15,6% στο δ’ τρίμηνο, ενώ ο S&P 500 σημείωσε κέρδη 7,3%. Ο Nasdaq, είναι η αρνητική εξαίρεση με απώλειες κατά 1%, και το 4ο διαδοχικό αρνητικό τρίμηνο -μια επίδοση που έχει να σημειωθεί από το 2001.

Διαβάστε ακόμη

Bloomberg: Ποιοι κέρδισαν, ποιοι απογοήτευσαν στη Wall Street τo 2022 (λίστα)

Αγορές: Γιατί το 2023 μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο – Οι 5 παράγοντες που κρίνουν τα πάντα

Να γιατί ο κόσμος… μισεί τους οδηγούς των Tesla (tweet)

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η Wall Street εμφάνισε τις χειρότερες απώλειες από το 2008, ενώ οι ευρωπαϊκές μετοχές υπέστησαν τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση από το 2018. Την ίδια στιγμή, ο MSCI World Index, ο οποίος υπολογίζει τις αποδόσεις των περισσότερων χρηματιστηρίων διεθνώς, κατρακύλησε κατά τουλάχιστον 20%, το υψηλότερο ποσοστό από το παγκόσμιο κραχ.  

Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έκαναν «τρελό άλμα», ενώ τα κρυπτονομίσματα είδαν τα ιστορικά υψηλά του 2021 να «γκρεμίζονται», εξαιτίας της ξαφνικής «κατάρρευσης» της διάθεσης για την ανάληψη ρίσκου. 

Αναμφίβολα, η εικόνα του 2022 αποδείχθηκε εξαιρετικά αρνητική για τις αγορές, με τις απώλειες μόνο στις μετοχές να φθάνουν το ασύλληπτο ποσό των 18 τρισ. δολαρίων!  

Όμως, τα χειρότερα δεν φαίνεται να έχουν περάσει, όπως προειδοποιούν οι περισσότεροι αναλυτές, οι οποίοι θεωρούν ότι το 2023 θα είναι ένα εξίσου δύσκολο έτος. Ιδίως στο α’ εξάμηνο. Και οι λόγοι είναι σαφείς: 

Κεντρικές τράπεζες  

Ο Νο.1 παράγοντας, ο οποίος καθορίζει τη διάθεση των επενδυτών, είναι η «σφιχτή» νομισματική πολιτική. Από τον Μάρτιο του 2022, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες έχουν προβεί σε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, με στόχο την αναχαίτιση του επίμονα υψηλού πληθωρισμού.  

Στις πρόσφατες συνεδριάσεις του Δεκεμβρίου, οι νομισματικές αρχές έριξαν ακόμη μία «βόμβα», καθώς παρότι επιβράδυναν τον ρυθμό σύσφιγξης (μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων), εντούτοις προανήγγειλαν και νέες αυξήσεις μέσα στο 2023, μεταθέτοντας για το 2024 τις πρώτες μειώσεις. 

Κι αυτό, οπωσδήποτε, αποτελεί αρνητική εξέλιξη για την οικονομία, η οποία κατά παράδοση «εχθρεύεται» τα υψηλά επιτόκια, με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότεροι αναλυτές να προειδοποιούν για τον κίνδυνο επιβράδυνσης ή και συρρίκνωσης του ΑΕΠ. 

Πληθωρισμός

Φυσικά, μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών θα διαδραματίσει η πορεία του πληθωρισμού. Παρότι αναμένεται σαφή αποκλιμάκωση από τα ιστορικά υψηλά, οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή θα παραμείνει εκτός στόχου καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, εξαιτίας του επίμονα υψηλού μισθολογικού κόστους και των ενεργειακών πιέσεων. 

Αυτό, εύλογα, θα αποθαρρύνει τις νομισματικές αρχές να αλλάξουν στρατηγική τουλάχιστον έως τα μέσα του 2023, επιμένοντας στις «σφιχτές» συνθήκες δανεισμού. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα κρατικά ομόλογα (αύξηση των αποδόσεων) και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες (ενίσχυση του δολαρίου). 

Τεχνολογικό κραχ 

Οι τεχνολογικές μετοχές θεωρούνται οι πλέον ευάλωτες στη «σφιχτή» νομισματική πολιτική, καθώς η τρέχουσα αξία τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προοπτική των μελλοντικών κερδών. Και μια ασθενέστερη οικονομία συνεπάγεται ασθενέστερες καταναλωτικές δαπάνες και άρα, ασθενέστερα οικονομικά μεγέθη. 

Κατά τη διάρκεια του 2022, ως εκ τούτου, οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, με τον δείκτη Nasda 100 στη Wall Street να χάνει 35%. Meta Platforms, Tesla, Amazon, Netflix κ.α. απώλεσαν τουλάχιστον το 50% της αξίας τους, σε ένα από τα χειρότερα έτη όλων των εποχών.  

Δεδομένου ότι η πλειονότητα των αναλυτών περιμένει επιβράδυνση της ανάπτυξης ή και συρρίκνωση του ΑΕΠ εντός του 2023, ο κίνδυνος μείωσης των εσόδων είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός, καθώς οι τεχνολογικές δαπάνες θα είναι οι πρώτες που θα περικοπούν. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, δεν αποκλείεται μια διατήρηση του κλίματος ρευστοποιήσεων στις κλαδικές μετοχές. 

Ο παράγοντας Κίνα 

Η πρόσφατη απόφαση της Κίνας να τερματίσει σταδιακά την πολιτική μηδενικής ανοχής στην Covid, ενδεχομένως, αποτελεί μία από τις θετικές παραμέτρους του 2023, καθώς η ασιατική χώρα αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, αλλά και τον μεγαλύτερο αγοραστή μιας σειράς εμπορευμάτων και μετάλλων. 

Γι’ αυτόν τον λόγο, η άρση των περιοριστικών μέτρων δύναται να δώσει ώθηση στην οικονομία, αυξάνοντας τη ζήτηση για πετρέλαιο, χαλκό κι άλλα μέταλλα, τα οποία αναπόφευκτα θα ωφεληθούν σημαντικά από μια τέτοια εξέλιξη. Και φυσικά, το ίδιο θα γίνει και με τις μετοχές. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τελευταίο δίμηνο του 2022, οι μετοχές στα κινεζικά χρηματιστήρια εμφάνισαν κέρδη της τάξης του 35%.  

Από την άλλη πλευρά, η απότομη αλλαγής πολιτικής από το Πεκίνο ήδη έχει επιπτώσεις στην κοινωνία, με τον αριθμό των κρουσμάτων και των θανάτων από κορωνοϊό να αυξάνεται διαρκώς, θέτοντας σε δοκιμασία το ιατρικό σύστημα της χώρας.  

Την ίδια στιγμή, μια πιθανή εξάπλωση των κινεζικών παραλλαγών του ιού σε όλο τον πλανήτη θα μπορούσε να επαναφέρει ορισμένους περιορισμούς στις μετακινήσεις και στην οικονομία, επιδεινώνοντας την ήδη βεβαρημένη κατάσταση του ΑΕΠ.  

Ο πόλεμος στην Ουκρανία 

Το σενάριο μιας εμπλοκής του ΝΑΤΟ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο θα ήταν καταστροφικό για τις αγορές, καθώς θα σηματοδοτούσε μια ευρεία σύγκρουση –ακόμη και με πυρηνικά όπλα– μεταξύ Δύσης και Μόσχας, την οποία ουδείς θα επιθυμούσε.  

Ευτυχώς, προς το παρόν φαίνεται ότι βρισκόμαστε μακριά από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενόσω ήδη υπάρχουν οι πρώτες προσπάθειες επίλυσης του ουκρανικού ζητήματος, το οποίο αποτέλεσε την «αρχή του κακού» για τις απογοητευτικές επιδόσεις του 2022. 

Ένας πιθανός τερματισμός των εχθροπραξιών, σε συνδυασμό με την άρση ορισμένων κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας και προβλεψιμότητας, ωφελώντας κυρίως την Ευρώπη. 

Διαβάστε επίσης

Βρεττού: «Η Attica Bank έχει καταφέρει να επιβιώσει» – Οι τρεις στόχοι της ΑΜΚ

Τα σενάρια για τις κινήσεις του Γκριμάλντι σε Κρήτη και Αδριατική

Από «χρυσάφι» η τιμή της πλατίνας – Η καλύτερη επίδοση των τελευταίων 13 ετών

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

(last update 17.20) Σε αρνητικό έδαφος πορεύεται το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης στην τελευταία συνεδρίαση του 2022, με τους αμερικανικούς δείκτες να ετοιμάζονται για το χειρότερο έτος από το 2008, δηλαδή των τελευταίων 14 ετών.

Πιο συγκεκριμένα, ο βιομηχανικός Dow Jones υποχωρεί κατά 0,48% ή κατά 160 μονάδες και διαμορφώνεται στις 33.061 μονάδες. Την ίδια στιγμή, ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 σημειώνει πτώση στο -0,60% και τις 3.826 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq μειώνεται στο -0,84% και τις 10.388 μονάδες. 

Η σημερινή διαπραγμάτευση, όπως προαναφέρθηκε, είναι η τελευταία ενός πολύ επίπονου έτους για τις μετοχές, το οποίο χαρακτηρίστηκε από έντονη μεταβλητότητα, ιστορικό πληθωρισμό και επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων. Παράγοντες, οι οποίοι σωρευτικά επέδρασαν άκρως αρνητικά στο επενδυτικό κλίμα. 

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι οι αμερικανικοί δείκτες να αποχαιρετούν ένα έτος, το οποίο αποδεικνύεται το χειρότερο από το 2008 και το πρώτο πτωτικό έπειτα από το 2018 (μεσολάβησαν τρεις ανοδικές χρονιές). 

Είναι ενδεικτικό ότι ο S&P 500 εμφανίζει απώλειες της τάξης του 19,5% μέσα στο 2022, ενώ ο Dow Jones μετράει συνολική κάμψη κατά τουλάχιστον 8,5%. Το βαρύτερο «πλήγμα» παρατηρείται στον Nasdaq, ο οποίος κατρακυλάει κατά 33%.  

Η πορεία των αμερικανικών δεικτών μέσα στο 2022

Παρότι μερικοί επενδυτές θεωρούν ότι τα χειρότερα έχουν παρέλθει, η πλειονότητα των ειδικών εκτιμά ότι οι «αρκούδες» θα παραμένουν στην αγορά έως ότου «χτυπήσει» η ύφεση ή αλλάξει στρατηγική η Federal Reserve. Κάποιοι, μάλιστα, προβλέπουν ότι οι μετοχές θα υποχωρούν σε νέα πολυετή χαμηλά. 

Ας σημειωθεί ότι η κεντρική τράπεζα έχει προαναγγείλει και νέες αυξήσεις επιτοκίων εντός του 2023, μεταθέτοντας για το 2024 τις πρώτες μειώσεις. Κι αυτό, εύλογα, λειτουργεί επιβαρυντικά στην οικονομία, η οποία κατά παράδοση εχθρεύεται τις σφιχτές νομισματικές συνθήκες (σήμερα βρίσκονται στο 4,25% – 4,5%). 

Γι’ αυτόν τον λόγο, υπάρχουν ανησυχίες για αισθητή επιβράδυνση της ανάπτυξης το επόμενο έτος, χωρίς να αποκλείεται και το σενάριο της συρρίκνωσης του ΑΕΠ.  

«Υπάρχουν πολλές αναπάντητες ερωτήσεις» τονίζει ενδεικτικά η Ρεμπέκα Φέλτον, αναλύτρια στη Riverfront Investment Group, μιλώντας στο πρακτορείο CNBC. «Δεν ξέρουμε πού θα οδηγήσει το νέο έτος, αλλά σίγουρα είμαστε χαρούμενοι που τελειώνει το 2022» προσθέτει.  

Παρά τις αρνητικές ετήσιες επιδόσεις, ο Dow Jones καταγράφει άνοδο κατά 15,6% στο δ’ τρίμηνο, ενώ ο S&P 500 κερδίζει 7,3%. Ο Nasdaq, από την πλευρά του, υποχωρεί κατά 1%, συμπληρώνοντας το 4ο διαδοχικό αρνητικό τρίμηνο -μια επίδοση που έχει να σημειωθεί από το 2001. Για τον Δεκέμβριο, και οι τρεις βασικοί δείκτες βρίσκονται στο «κόκκινο».  

Οι τριμηνιαίες μεταβολές των βασικών δεικτών στις ΗΠΑ

Διαβάστε επίσης

Οι διακοπές των αρχηγών, οι αγοραπωλησίες του Γρύλου, η έξοδος του Ολλανδού και το θαύμα της Πάτρας 

Πρωτοχρονιά: 25 εναλλακτικοί προορισμοί με κόστος έως 300€ για τρεις διανυκτερεύσεις

Αυτή είναι η αυτοκρατορία των Kardashians. Πέντε αδελφές και ένα ασύλληπτο success-story

ΠΗΓΗ NEWMONEY

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο Μαλίκ Ντιόπ κάποια στιγμή κατάλαβε πως τα πράγματα έχουν αλλάξει στη Wall Street. Προσελήφθη στη Morgan Stanley τις «πέτρινες μέρες» του 2009, όταν οι μεγάλες τράπεζες προσπαθούσαν να αποπληρώσουν τα bailouts και να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το μένος των καταναλωτών είχε περιοριστεί και οι τράπεζες είχαν και πάλι βλέψεις για ανάπτυξη.

«Για πρώτη φορά ένιωθα πως η καριέρα μου δεν χαρακτηρίζεται από την οικονομική κρίση. Ένιωθα πως την είχαμε ξεπεράσει, πως είχαμε ευκαιρίες για νέα deals», τόνισε ο Ντιόπ. Σε λίγα μόλις χρόνια, ο επενδυτής ανέλαβε το ρόλο του managing director και κατάφερε να ενορχηστρώσει μία συμφωνία πολλών δισεκατομμυρίων με τη SoftBank Group, ενώ προχώρησε και σε συγχώνευση SPACs.

Η δεκαετία του $1 τρισ.

Ο Ντιόπ δεν το γνώριζε, τότε, αλλά έπαιρνε μέρος στην πρώτη «χρυσή» δεκαετία τρισεκατομμυρίων για τους έξι αμερικανικούς τραπεζικούς κολοσσούς. Σημειωτέον πως το $1 τρισ. δεν πρόκειται για $1 τρισ. εσόδων αλλά κερδών. 

Η επιτυχία αυτή θεωρείτο απίθανη στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν η Wall Street αποτέλεσε το επίκεντρο του κινήματος «Occupy» λόγω των διαμαρτυριών των πολιτών για τα υπέρογκα bailouts των τραπεζών. Αντ’ αυτού, οι «big six», JPMorgan, BofA, Wells Fargo, Citi, Goldman Sachs και Morgan Stanley ξεπέρασαν τα προβλήματα αυτά και αναμένεται να ξεπεράσουν σε κέρδη τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στο χρηματιστήριο ακόμα και τώρα.

Tη στιγμή που οι κολοσσοί της Silicon Valley «τύπωναν χρήμα», οι τράπεζες ήταν αυτές οι οποίες κέρδιζαν συνεχώς μομέντουμ. Η μεταβλητότητα, η άπλετη χρηματοδότηση και η μείωση της φορολογίας κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ αύξησαν την κερδοφορία τους κατακόρυφα.

«Αρκετοί πιστεύουν πως η άκρατη αυτή κερδοφορία των τραπεζών είναι κάτι το μεμπτό. Πιστεύω πως είναι το αντίθετο», τόνισε η Μπέτσι Ντιούκ, πρώην κυβερνήτης της Fed και πρώην πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Wells Fargo μέχρι το 2020, προσθέτοντας πως «το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετώπισε τεράστιο αριθμό προβλημάτων την τελευταία δεκαετία. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο επιβίωσαν αλλά κατάφεραν να αναπτυχθούν. Μία δεκαετία γεωπολιτικών προβλημάτων, πανδημίας, αυστηροποίησης των κανόνων εποπτείας και ταραχών στις αγορές δε τις σταμάτησε αλλά τις οδήγησε σε κέρδη άνω του $1 τρισ.». Σημειωτέον πως η πάλαι ποτέ «προβληματική» JPMorgan έχει, πια, τη μεγαλύτερη αξία κεφαλαιοποίησης του αμερικανικού τραπεζικού κλάδου, ενώ η Wells Fargo είχε τη μεγαλύτερη κερδοφορία με $20 δισ. ετησίως.

Σκάνδαλα και κρίση

Προσπαθώντας να επιτύχουν τoυς στόχους της τράπεζας, οι εργαζόμενοι της Wells Fargo είχαν δημιουργήσει εκατομμύρια νέους λογαριασμούς για τους πελάτες τους χωρίς να τους έχουν ρωτήσει. Στη Μαλαισία, η Goldman Sachs συγκέντρωσε δισεκατομμύρια δολάρια εκ μέρους της δημόσιας επιχείρησης 1ΜDB, χρήματα τα οποία σχεδόν άμεσα υπεξαίρεσε γκρουπ πολιτικών συμπεριλαμβανομένου και του πρώην πρωθυπουργού της χώρας.

Στην προεκλογική του καμπάνια, ο Τραμπ διατυμπάνιζε πως θα «καταπολεμήσει την κερδοσκοπία των τραπεζών». Όταν ανέλαβε το θώκο της προεδρίας των ΗΠΑ, όμως, έθεσε δύο πρώην στελέχη της Goldman Sachs ως υπεύθυνους για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας στη χώρα, οι οποίοι σύντομα προσέφεραν άπλετες φοροελαφρύνσεις στις τράπεζες.

Κι ύστερα ήρθε η κρίση της πανδημίας. Για την αποφυγή του οικονομικού «κατακλυσμού», οι κυβερνήσεις προσέφεραν, απλόχερα, ρευστότητα στις αγορές για την προστασία τόσο των καταναλωτών όσο και των τραπεζών, ενώ η Fed και οι λοιπές κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Οι εταιρείες έκαναν «ουρά» για να δανειστούν έτσι ώστε να επιβιώσουν της κρίσης ή να εξαγοράσουν παραπαίοντες ανταγωνιστές.

Ένα χρόνο μετά το δύσκολο 2020, οι big six, οι έξι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες, με τις «πλάτες» των καταναλωτών και των κυβερνήσεων κατέγραψαν μεγαλύτερα κέρδη από το 2013 και το 2014 συνδυαστικά. Πολλά εκ των τραπεζικών ιδρυμάτων,μεν, υποστηρίζουν πως η καινοτομία είναι αυτή που τις οδήγησε σε τόσο αυξημένα κέρδη. Οι επικριτές των τραπεζών, όμως, τονίζουν πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Εάν οι φορολογούμενοι δεν είχαν βοηθήσει στα bailouts, εάν δεν είχε εφαρμοστεί περαιτέρω εποπτεία και εάν οι κυβερνήσεις δεν είχαν βοηθήσει στη διάσωση των τραπεζών, τότε οι big six θα είχαν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα και ενδέχεται να μην είχαν επιβιώσει. Σύμφωνα, τέλος, με τον δικηγόρο της Wall Street, Ρόντκιν Κόεν, «οι τράπεζες βασίζονται στην οικονομική “υγεία” των πελατών τους. Τα επικά αυτά κέρδη τους θα καταρρεύσουν εάν υπάρξει μία πραγματική ύφεση».

Διαβάστε ακόμη

Βασίλης Κέρτσικωφ: Το νέο σφυρί για τη Σαντίπ με δεύτερο «κούρεμα» στην τιμή

Γιώργος Φειδάκης: Ο «Βασιλιάς του κλιματισμού» αφήνει το… στέμμα του

Amazon: Ετοιμάζει πλατφόρμα streaming μόνο για αθλητικά γεγονότα

ΠΗΓΗ NEWMONEY